


Η Τεχεράνη αντέδρασε έντονα στις πρόσφατες απειλές του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, διαμηνύοντας τη Δευτέρα 31 Μαρτίου πως, παρότι δεν επιθυμεί την απόκτηση πυρηνικών όπλων, θα αναγκαστεί να επανεξετάσει τη στάση της σε περίπτωση στρατιωτικής επίθεσης κατά της χώρας.
Για δεκαετίες, δυτικές δυνάμεις έχουν κατηγορήσει το Ιράν ότι προσπαθεί να αναπτύξει πυρηνικό οπλοστάσιο.
Η ιρανική κυβέρνηση, ωστόσο, απορρίπτει κατηγορηματικά αυτούς τους ισχυρισμούς, διαβεβαιώνοντας πως το πυρηνικό της πρόγραμμα έχει αποκλειστικά ειρηνικό χαρακτήρα.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο NBC, ο Ντόναλντ Τραμπ προειδοποίησε ότι θα καταφύγει σε στρατιωτικά πλήγματα εναντίον της Ισλαμικής Δημοκρατίας, εάν δεν συναφθεί συμφωνία για το πυρηνικό της πρόγραμμα.
«Αν δεν υπογράψουν, θα υπάρξουν βομβαρδισμοί», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας σε αυτή τη δήλωση, ο Αλί Λαριτζανί, εξέχων σύμβουλος του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, προειδοποίησε:
«Εάν οι ΗΠΑ προχωρήσουν σε βομβαρδισμούς, θα ωθήσουν το Ιράν να λάβει διαφορετική απόφαση για τα πυρηνικά του».
Ο Λαριτζανί τόνισε ότι δεν είναι αυτή η επιδίωξη της Τεχεράνης, αλλά αν η χώρα βρεθεί αντιμέτωπη με στρατιωτική απειλή, δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, υπογραμμίζοντας πως αυτή θα είναι η απαίτηση του ιρανικού λαού για λόγους εθνικής άμυνας.
Παράλληλα, ο αγιατολάχ Χαμενεΐ διαμήνυσε πως οποιαδήποτε επίθεση των ΗΠΑ θα οδηγήσει σε σθεναρή ανταπόδοση από την ιρανική πλευρά.
«Αν επιχειρήσουν να μας πλήξουν, η αντίδρασή μας θα είναι δυναμική και αποφασιστική», προειδοποίησε κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην Τεχεράνη με αφορμή τη λήξη του Ραμαζανιού.
Αν και δεν κατονόμασε τον Τραμπ, το μήνυμά του είχε σαφή αποδέκτη.
Το 2015, το Ιράν υπέγραψε συμφωνία με τις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία), η οποία προέβλεπε περιορισμούς στο πυρηνικό του πρόγραμμα με αντάλλαγμα τη χαλάρωση των διεθνών κυρώσεων.
Ωστόσο, το 2018, η κυβέρνηση Τραμπ αποχώρησε μονομερώς από τη συμφωνία, επαναφέροντας σκληρές οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Τεχεράνης.
Μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο Τραμπ εξέφρασε την πρόθεσή του να διαπραγματευτεί εκ νέου με το Ιράν.
Στις αρχές Μαρτίου, έστειλε επιστολή στην ιρανική ηγεσία μέσω του σουλτανάτου του Ομάν.
Σύμφωνα με τον Ιρανό υφυπουργό Εξωτερικών, Αμπάς Αραγτσί, η επιστολή παραδόθηκε και διαβάστηκε.
Παράλληλα, ο Τραμπ συνεχίζει την πολιτική της «μέγιστης πίεσης», εντείνοντας τις κυρώσεις, με στόχο την οικονομική ασφυξία της Τεχεράνης μέσω του μηδενισμού των εξαγωγών πετρελαίου.
Επιπλέον, τη Δευτέρα απείλησε το Ιράν με στρατιωτική δράση λόγω της υποστήριξής του στους αντάρτες Χούτι της Υεμένης.
Ο Αμερικανός πρόεδρος διεμήνυσε μέσω της πλατφόρμας Truth Social ότι, εάν οι Χούτι συνεχίσουν τις επιθέσεις εναντίον εμπορικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Κόλπο του Άντεν, οι ΗΠΑ θα κλιμακώσουν τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, προειδοποιώντας πως «ο πραγματικός πόνος δεν έχει ξεκινήσει ακόμα ούτε για τους Χούτι ούτε για τους υποστηρικτές τους στο Ιράν».
Ο Ιρανός πρόεδρος, Μασούντ Πεζεσκιάν, ξεκαθάρισε την Κυριακή 30 Μαρτίου ότι η Τεχεράνη δεν επιθυμεί άμεσες συνομιλίες με τις ΗΠΑ, εφόσον παραμένει υπό άμεσες απειλές.
Παρόλα αυτά, δήλωσε ότι το Ιράν είναι ανοιχτό σε έμμεσες διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον, αφήνοντας ένα παράθυρο διπλωματίας ανοιχτό σε μια περίοδο αυξανόμενης έντασης.