


Η πιθανή απόσυρση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας από τον Ντόναλντ Τραμπ, θα μπορούσε να οδηγήσει την Ουκρανία σε σοβαρές ελλείψεις πυρομαχικών και δυσκολίες στη χρήση προηγμένων οπλικών συστημάτων, σύμφωνα με ανάλυση της Wall Street Journal.
Η αμερικανική βοήθεια έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην άμυνα της Ουκρανίας τα τελευταία τρία χρόνια.
Η ενδεχόμενη διακοπή της θα αποτελούσε μια τεράστια πρόκληση για το Κίεβο, θέτοντας σε κίνδυνο την ικανότητά του να αντισταθεί στη ρωσική επίθεση.
Παρά τις ανησυχίες, δυτικοί αξιωματούχοι εκτιμούν ότι τα αποθέματα όπλων που παραδόθηκαν από την κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιτρέψουν στην Ουκρανία να αμυνθεί μέχρι το καλοκαίρι.
Ωστόσο, Ουκρανοί αναλυτές είναι πιο αισιόδοξοι, προβλέποντας ότι τα αποθέματα μπορεί να επαρκέσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
«Μπορούμε να αντέξουμε ίσως μισό χρόνο ή έναν χρόνο, δίνοντας στην Ευρώπη άλλο ένα έτος για να ξεκινήσει την παραγωγή των απαραίτητων πυρομαχικών», δήλωσε ο Μικόλα Μπιελιέσκοβ, ανώτερος αναλυτής στο Come Back Alive.
«Ίσως υποστούμε κάποιες απώλειες, ίσως χάσουμε κάποια εδάφη.
»Αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να πολεμήσουμε, παρά τις δυσκολίες».
Η διακοπή της αμερικανικής βοήθειας θα ανάγκαζε την Ουκρανία να στραφεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να ενισχύσει την εγχώρια στρατιωτική παραγωγή.
Η ΕΕ έχει ήδη αυξήσει σημαντικά την παραγωγή πυρομαχικών και συζητά την αύξηση της βοήθειας.
Η Ουκρανία έχει επίσης αναπτύξει τη δική της αμυντική βιομηχανία, παράγοντας στρατιωτικό εξοπλισμό αξίας 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.
Η παραγωγή drones έχει γίνει η κύρια αμυντική της δύναμη, ενώ σχεδιάζει να παράγει 3.000 πυραύλους και 30.000 drones μεγάλης εμβέλειας.
Ωστόσο, η έλλειψη αμερικανικών προμηθειών θα επηρεάσει την ικανότητα της Ουκρανίας να διεξάγει επιθέσεις μεγάλης εμβέλειας και να προστατεύει τα μετόπισθέν της.
Προηγμένα αντιαεροπορικά συστήματα, βαλλιστικοί πύραυλοι εδάφους-εδάφους και συστήματα πλοήγησης δεν μπορούν να αντικατασταθούν βραχυπρόθεσμα.
Αξιωματούχοι και αναλυτές σημειώνουν πως όταν τα συγκεκριμένα αποθέματα εξαντληθούν η ικανότητα της Ουκρανίας να διεξάγει επιθέσεις μεγάλης εμβέλειας προστατεύοντας τα μετόπισθέν της θα πληγεί σημαντικά.
Η πιθανή διακοπή της αμερικανικής βοήθειας έχει προκαλέσει ανησυχία στην Ουκρανία και την Ευρώπη.
Η Δυτ. Ευρώπη εξετάζει το ενδεχόμενο αγοράς αμερικανικών όπλων για λογαριασμό της Ουκρανίας, αλλά η απουσία των ΗΠΑ από την παραγωγή θα είναι ένα καταστροφικό πλήγμα.
Η Ευρώπη ενδέχεται να αγοράσει αμερικανικά όπλα για λογαριασμό της Ουκρανίας, αλλά εάν οι ΗΠΑ δεν συμμετάσχουν στην παραγωγή, «αυτό θα είναι ένα καταστροφικό πλήγμα για την Ουκρανία και την Ευρώπη», δήλωσε ο Μιχαΐλο Σάμους, διευθυντής του New Geopolitics Research Network.
Επιπλέον, οι επιθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχουν προετοιμάσει το Κίεβο για μια τέτοια εξέλιξη.
Ο πρώην πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προσπάθησε να διασφαλίσει ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να συνεχίσει να μάχεται για όσο το δυνατόν περισσότερο.
Η κυβέρνησή του έστειλε όπλα από τα υπάρχοντα αποθέματα των ΗΠΑ και υπέγραψε συμβόλαια με την αμερικανική αμυντική βιομηχανία για την προμήθεια στρατιωτικού υλικού.
Αυτές οι παραδόσεις θα συνεχιστούν μέχρι το 2026.
Ο Τραμπ έχει πλέον ανατρέψει αυτές τις αποφάσεις, επιτιθέμενος στον Ζελένσκι μέσω αναρτήσεων στα Κοινωνικά Μέσα.
Τον κατηγόρησε ότι ξεκίνησε τον πόλεμο και τον χαρακτήρισε δικτάτορα.
Και οι δύο ισχυρισμοί αντικατοπτρίζουν τη ρωσική προπαγάνδα για τον Ουκρανό ηγέτη και τον πόλεμο, ο οποίος ξεκίνησε όταν η Ρωσία εισέβαλε στη χώρα το 2022.
Ανώτερος σύμβουλος του Ζελένσκι, σημείωνε πως ο τερματισμός της στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ είναι το «χειρότερο σενάριο», ενώ προσέθετε πως αυτό θα σήμαινε ότι η Ουκρανία θα πρέπει να βασιστεί περισσότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να ενισχύσει παράλληλα τη δική της στρατιωτική παραγωγή.
Το 2024, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Νορβηγία παρείχαν συνολικά περίπου 25 δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, περισσότερα από όσα έστειλαν οι ΗΠΑ την ίδια χρονιά, σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Συνολικά, η Ουκρανία κατασκευάζει ή χρηματοδοτεί περίπου το 55% του στρατιωτικού της εξοπλισμού.
Οι ΗΠΑ παρέχουν περίπου 20%, ενώ η Ευρώπη 25%, σύμφωνα με έναν δυτικό αξιωματούχο.
Κάποια προηγμένα αντιαεροπορικά συστήματα, βαλλιστικοί πύραυλοι εδάφους – εδάφους, συστήματα πλοήγησης και πυραυλικό πυροβολικό μακράς εμβέλειας, που προέρχονται από τις αμερικανικές προμήθειες δεν θα μπορέσουν να αντικατασταθούν βραχυπρόθεσμα.