Τον εφιάλτη του Ντόναλντ Τραμπ θα βρει μπροστά της η γερμανική κυβέρνηση.
Επί μακρόν το Βερολίνο έτρεφε ευσεβείς πόθους για νίκη της Κάμαλα Χάρις και τη συνέχιση της ευρω-ατλαντικής συνεργασίας που πρεσβεύει ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν.
Όμως ο Τραμπ έκοψε πρώτος το νήμα και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο ξεκάθαρα από ό,τι περίμεναν οι περισσότεροι.
Γι αυτό το ενδεχόμενο η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε προετοιμαστεί επαρκώς, εκτιμά ο Χένινγκ Χοφ, αναλυτής της Γερμανικής Εταιρίας για την Εξωτερική Πολιτική (DGAP).
«Ήταν λάθος να ποντάρει κανείς αποκλειστικά στους Δημοκρατικούς» λέει ο Χοφ στην Deutsche Welle.
«Ίσως ήταν λίγο μονόπλευρη η ιδιαίτερη σχέση που διατηρούσε ο καγκελάριος με τον πρόεδρο Μπάιντεν.
»Το ό,τι δεν καλλιεργήθηκαν επαφές με το “στρατόπεδο” των Ρεπουμπλικανών, ήταν μία παράλειψη που τώρα πληρώνεται».
Δεν ξεχνιέται η κριτική Τραμπ στο Βερολίνο
Οι αναμνήσεις από την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ παραμένουν ζωντανές στο Βερολίνο.
Την εποχή εκείνη ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος είχε θέσει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη του ΝΑΤΟ, ενώ απειλούσε να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα που σταθμεύουν στη Γερμανία.
Ο ίδιος ασκούσε έντονη κριτική στους νατοϊκούς συμμάχους ότι εκμεταλλεύονται την αμυντική ασπίδα των ΗΠΑ, χωρίς οι ίδιοι να συνεισφέρουν οικονομικά στα όσα αυτό συνεπάγεται.
Ζητούμενο τώρα για τη γερμανική κυβέρνηση είναι να καλύψει το χαμένο έδαφος.
«Χρειάζεται ένα όσο το δυνατόν ξεκάθαρο μήνυμα ότι οι Ευρωπαίοι και ιδιαίτερα οι Γερμανοί είναι διατεθειμένοι να επωμιστούν πολύ μεγαλύτερα βάρα για να διασφαλίσουν την άμυνά τους» τονίζει ο Χένινγκ Χοφ.
«Αν συνεχίσουμε τους ελιγμούς και τα επιχειρήματα του τύπου ότι “από τη στιγμή που έχουμε συστήσει το Ειδικό Ταμείο για την Άμυνα, δεν είναι εφικτή παρά μία ελάχιστη αύξηση στον τακτικό αμυντικό προϋπολογισμό”, αυτό είναι κάτι που ελάχιστα εντυπωσιάζει οποιονδήποτε στην Ουάσιγκτον και ακόμη λιγότερο έναν Τραμπ».
Ουκρανία: Ειρήνη καθ’ υπαγόρευση;
Στη διεθνή ατζέντα οι διαφορές μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ αναμένεται να γίνουν αισθητές στο ζήτημα της Ουκρανίας.
Αυτό είναι και το πιο κρίσιμο ερώτημα για τη γερμανική κυβέρνηση: Τί θα κάνει με την στήριξη της Ουκρανίας;
Σήμερα ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του Κιέβου είναι οι ΗΠΑ, ενώ ακολουθεί η Γερμανία.
Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι θέλει να τερματίσει τον πόλεμο- και γρήγορα.
Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό σημαίνει ότι θα αναγκάσει την Ουκρανία να παραιτηθεί από ένα μεγάλο κομμάτι εδαφών της, που έχει καταλάβει η Ρωσία.
Όπως ανέφερε στην Deutsche Welle πριν τις εκλογές, ο ειδικός σε θέματα ασφάλειας Νίκο Λάνγκε, «δεν μπορούμε να λέμε ότι αν κερδίσει ο Τραμπ θα ξεπουλήσει την Ουκρανία.
»Άλλωστε είναι απρόβλεπτος, αυτό είναι και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του».
Σε περίπτωση όμως που ο Τραμπ καταλήξει σε συμφωνία με τον Πούτιν για τερματισμό του πολέμου εις βάρος της Ουκρανίας, στο Βερολίνο μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη συμφωνία ως άλλοθι.
«Θα μπορούν να λέμε ότι “εμείς θέλαμε να κάνουμε περισσότερα, αλλά δεν γίνεται χωρίς τους Αμερικανούς”.
»Νομίζω ότι υπάρχει αυτός ο κίνδυνος» επισημαίνει ο Λάνγκε.
Το ζήτημα του εμπορικού ισοζυγίου
Συν τοις άλλοις, η Γερμανία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.
Κατά συνέπεια κάθε απόφαση που λαμβάνει η Ουάσιγκτον για την οικονομική πολιτική, έχει επιπτώσεις για τη Γερμανία.
Στον προεκλογικό αγώνα ο Ντόναλντ Τραμπ είχε εξαγγείλει δασμούς 60% στις εισαγωγές από την Κίνα και 20% για τις εισαγωγές από τον υπόλοιπο κόσμο.
Για τις γερμανικές εξαγωγές στις ΗΠΑ αυτό θα σήμαινε σημαντικές αυξήσεις, οι οποίες θα επιβάρυναν κυρίως την αυτοκινητοβιομηχανία και τη φαρμακευτική βιομηχανία.
«Θα ήταν μία πραγματική θηλειά στον λαιμό της εξαγωγικής μας βιομηχανίας» λέει ο αναλυτής Χένινγκ Χοφ.
Είναι ενδεικτικό ότι σε έρευνα που διενήργησε το Οικονομικό Ινστιτούτο IfO του Μονάχου, δύο εβδομάδες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, το 44% των επιχειρήσεων που ερωτήθηκαν εκφράζει φόβους για «αρνητικές επιπτώσεις» σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ, ενώ μόλις το 5% διαβλέπει «θετικές συνέπειες» και το 51% εκτιμά ότι δεν θα υπάρξει καμία σημαντική αλλαγή.
Παλαιότερη μελέτη του IfΟ προέβλεπε ότι μόνο η επιβολή των δασμών που έχει εξαγγείλει ο Τραμπ θα επιβάρυνε κατά 15% το κόστος των γερμανικών εξαγωγών στις ΗΠΑ.
Υπάρχουν όμως και περαιτέρω συνέπειες.
«Δεν αποκλείεται άλλοι εμπορικοί εταίροι, όπως η Κίνα, να αντιδράσουν» λέει στην Deutsche Welle ο αναλυτής του IfO Αντρέας Μπάουρ.
«Και αυτό θα ήταν ίσως η χειρότερη συνέπεια, καθώς θα προκαλούσε ένα σπιράλ κλιμάκωσης, πυροδοτώντας τελικά έναν εμπορικό πόλεμο σε παγκόσμιο επίπεδο».
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν προβλήματα και με την απερχόμενη διακυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις.
Όπως υπενθυμίζει ο Αντρέας Μπάουρ, ο Τζο Μπάιντεν έχει διατηρήσει- και μάλιστα, εν μέρει, αυξήσει- όλους τους δασμούς που είχε επιβάλει ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, σε εισαγωγές οχημάτων από την Κίνα.
«Η μεγάλη διαφορά είναι ότι, ενώ ο Τραμπ ακολουθεί μία ρητορική “εμείς εναντίον όλων”, η Χάρις αντιλαμβάνεται ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται συμμάχους», αναφέρει ο Γερμανός αναλυτής.
«Αρνητικό παράδειγμα» η Γερμανία;
Η προστασία του κλίματος αποτελεί έναν από τους διακηρυγμένους και πιο σημαντικούς στόχους της σημερινής γερμανικής κυβέρνησης.
Ισχυρός σύμμαχός της για την υλοποίηση των κλιματικών στόχων ήταν η διακυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρις.
Αντιθέτως, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα αναφέρει τη Γερμανία ως «αρνητικό παράδειγμα» για την άσκηση πολιτικής.
Αυτό ισχύει και για την ενεργειακή πολιτική του Βερολίνου που επενδύει κυρίως σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
«Κήρυκα μίσους» είχε αποκαλέσει το 2016 τον Τραμπ ο σημερινός πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν υπουργός Εξωτερικών.
«Φοβάμαι ότι θα επαναληφθούν πολλά από αυτά που είδαμε στην πρώτη θητεία Τραμπ, η αντιπάθεια προς τη Γερμανία δεν έχει ξεχαστεί» τονίζει ο πολιτικός αναλυτής Χένινγκ Χοφ.