Tην πρόθεσή του να παραμείνει στην κούρσα για την προεδρία των ΗΠΑ έκανε γνωστή ο Τζο Μπάιντεν, μέσω επιστολής τους προς του Δημοκρατικούς του Κογκρέσου, με φόντο την αυξανόμενη ανησυχία για την κατάσταση της υγείας του.
«Θέλω να ξέρετε ότι παρά τις εικασίες στον Τύπο και αλλού, είμαι σταθερά δεσμευμένος να παραμείνω σε αυτόν τον αγώνα, να τρέξω αυτόν τον αγώνα μέχρι το τέλος και να νικήσω τον Ντόναλντ Τραμπ», ανέφερε ο Μπάιντεν στην επιστολή, καλώντας τους βουλευτές των Δημοκρατικών να ενωθούν πίσω από την εκστρατεία του.
Επαφές με στελέχη των Δημοκρατικών
Όπως σχολιάζει το CNN, πρόκειται για μια κρίσιμη εβδομάδα για το πολιτικό μέλλον του Μπάιντεν, ο οποίος επιχειρεί να καθησυχάσει όσους τάσσονται υπέρ της απόσυρσής του, μετά το καταστροφικό για τον ίδιο ντιμπέιτ με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Αμερικανός πρόεδρος θα συνεχίσει τις επαφές του με στελέχη των Δημοκρατικών τις επόμενες ημέρες, δήλωσε στο CNN αξιωματούχος της εκστρατείας του.
Την εβδομάδα που ακολούθησε την καταστροφική του επίδοση στο ντιμπέιτ, ο Μπάιντεν επικοινώνησε προσωπικά με περίπου 20 στελέχη των Δημοκρατικών, ανέφερε στο CNN ένας αξιωματούχος της εκστρατείας του.
Και τηλεφώνημα
Ακολούθησε μία σπάνια τηλεοπτική παρέμβαση του προέδρου προκειμένου να διαβεβαιώσει ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την κούρσα.
Πράγματι λίγο μετά την επιστολή προς τους Δημοκρατικούς του Κογκρέσου, ο Μπάιντεν τηλεφώνησε στο πρόγραμμα Morning Joe του τηλεοπτικού καναλιού MSNBC.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σπάνιο live τηλεφώνημα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
«Δεν πάω πουθενά»
Στη σύντομη τηλεφωνική παρέμβασή του, ο Τζο Μπάιντεν είπε: «η ουσία εδώ είναι ότι δεν πάμε πουθενά».
«Δεν πάω πουθενά», πρόσθεσε.
Επαναλαμβάνοντας ορισμένες από τις θέσεις που εξέφρασε στην επιστολή του προς τους Δημοκρατικούς βουλευτές, ο Μπάιντεν είπε λέει ότι οι ψηφοφόροι «μίλησαν ξεκάθαρα» κατά τη διαδικασία επιλογής υποψηφιότητας και ότι πιστεύει ότι είναι ο «καλύτερος» υποψήφιος για να κερδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Οι ζωντανές τηλεφωνικές κλήσεις σε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς ήταν μια «αγαπημένη» συνήθεια της κυβέρνησης Τραμπ και μάλλον είναι η πρώτη φορά που ο Μπάιντεν καταφεύγει σε αυτό κατά τη διάρκεια των 3,5 ετών εξουσίας του.