Οι περισσότεροι Ρώσοι δεν αντιτίθενται στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας και στο καθεστώς Πούτιν.
Όπως εξηγεί ο δημοσκόπος Λεβ Γκούντκοφ, υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό.
Από την ημέρα που ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η υποστήριξη τόσο του πολέμου, όσο και της πολιτικής του προέδρου Πούτιν παραμένει ουσιαστικά αναλλοίωτη στη ρωσική κοινωνία.
Αυτή είναι και η διαπίστωση του κοινωνιολόγου Λεβ Γκούντκοφ, επικεφαλής του ρωσικού Κέντρου Lewada, το οποίο αποτελεί το μοναδικό ινστιτούτο δημοσκοπήσεων που παραμένει ανεξάρτητο από το ρωσικό κράτος.
Σύμφωνα με τον Γκούντκοφ, οι Ρώσοι που αντιτίθενται στον πόλεμο αποτελούν σταθερά το 18-22% της κοινωνίας και οι περισσότεροι εξ αυτών είναι νέοι άνθρωποι.
Σε συζήτηση που διοργάνωσε η Γερμανική Εταιρεία Ζαχάρωφ μαζί με την Ακαδημία Επιστημών Βερολίνου-Βρανδεμβούργου και τη Γερμανική Εταιρεία Ανατολικοευρωπαϊκών Σπουδών στο Βερολίνο, ο Γκούντκοφ εξήγησε τους λόγους για τους οποίους το ποσοστό αυτό παραμένει σταθερό.
Αυστηρή λογοκρισία
Ένας από τους λόγους είναι η «ακραία αυστηρή λογοκρισία», η οποία αποκόπτει την πλειοψηφία των Ρώσων από τις ανεξάρτητες πηγές ενημέρωσης, η οποία αντιθέτως επηρεάζεται από την κυβερνητική προπαγάνδα.
Πολλοί άνθρωποι δεν ενημερώνονται καν μέσω του διαδικτύου.
Μέσα σε λίγους μήνες από την αρχή του πολέμου το ποσοστό των ανθρώπων που μπορούσε να παρακάμψει τους μηχανισμούς λογοκρισίας και να στραφεί σε ανεξάρτητα κανάλια ενημέρωσης αυξήθηκε από 6% σε 22%, όμως από εκείνο το διάστημα και έπειτα δεν υπήρξε άλλη αύξηση σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο.
Επιπλέον, λόγω του ότι «οποιαδήποτε είδηση σχετικά με τις ρωσικές απώλειες στον πόλεμο έχει απαγορευτεί απολύτως», το συγκεκριμένο ζήτημα δεν επηρεάζει πλέον τη ρωσική κοινή γνώμη.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του στην DW ο Γκούντκοφ εκτιμούσε πως η στάση των Ρώσων απέναντι στον πόλεμο θα άλλαζε δραστικά, εάν η Ρωσία ηττούταν ή εάν η συνέχιση του πολέμου πολλαπλασίαζε τις απώλειες.
Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου οι δημοσιογράφοι μπορούσαν να ταυτοποιήσουν τα ονόματα 34.857 Ρώσων στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους στην Ουκρανία.
Τα στοιχεία αυτά δόθηκαν στη δημοσιότητα από τη ρωσόφωνη υπηρεσία του BBC, η οποία συγκεντρώνει τα δημοσίως διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία σε συνεργασία με το Mediazona, έναν ανεξάρτητο ρωσικό όμιλο μέσων ενημέρωσης, που εστιάζει στο κίνημα κατά του Πούτιν.
Από το 2021 οι ρωσικές Αρχές ενέταξαν το Mediazona στον κατάλογο των «ξένων πρακτόρων» και από το 2022 το απέκλεισαν από το ρωσικό διαδίκτυο, επειδή κάλυπτε τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Όπως λέει ο Γκούντκοφ, μόλις δύο φορές κατά τη διάρκεια του πολέμου έχουν υπάρξει επίσημες ανακοινώσεις σχετικά με τις ρωσικές απώλειες, ακόμη και σε αυτές όμως οι αριθμοί «δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα».
Τον Σεπτέμβριο του 2022 το ρωσικό Υπουργείο Άμυνας είχε ανακοινώσει πως οι νεκροί ήταν 5.937, επιβεβαιώνοντας αργότερα και τον θάνατο 89 στρατιωτικών ως αποτέλεσμα ουκρανικής πυραυλικής επίθεσης σε ρωσικό στρατόπεδο στο Ντονέτσκ τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς του 2023.
Υψηλότεροι μισθοί και αποζημιώσεις
Σημαντικός λόγος είναι επιπλέον το γεγονός ότι παρά τις προβλέψεις ο πόλεμος δεν έχει επιδεινώσει σημαντικά την οικονομική κατάσταση στη Ρωσία, επισημαίνει ο Γκούντκοφ.
Τον πρώτο χρόνο του πολέμου η τιμή του πετρελαίου ανέβηκε, αποφέροντας περισσότερα έσοδα στο κράτος και συνεπώς και σε μέρος του πληθυσμού.
Ταυτοχρόνως, οι τομείς που κάλυπταν τις πολεμικές ανάγκες αύξησαν σημαντικά την παραγωγή τους, με τους μισθούς σε αυτούς τους τομείς να διπλασιάζονται.
Ακόμη, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο έχουν αυξηθεί σημαντικά και οι μισθοί των Ρώσων που επιστρατεύονται, όσο και οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους τραυματίες ή στις οικογένειες των νεκρών στρατιωτών, ιδίως αυτών της υπαίθρου.
Στα τμήματα αυτά της ρωσικής επαρχίας οι περισσότεροι κάτοικοι λαμβάνουν τώρα ποσά που δεν θα μπορούσαν να κερδίσουν σε όλη τους τη ζωή.
Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν εκδηλώνεται δυσαρέσκεια για τον πόλεμο.
Την ίδια στιγμή όμως, το υψηλό κόστος του πολέμου έχει προκαλέσει στη Ρωσία και υψηλό πληθωρισμό, όπως εξηγεί ο Γκούντκοφ.
Σε όλες τις πρόσφατες έρευνες προκύπτει πως το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ρώσων είναι η αύξηση των τιμών, ιδίως στα τρόφιμα και τα φάρμακα – και αυτό τους είναι πιο σημαντικό από τον πόλεμο.
Ωστόσο, μόλις το 10-12% των ερωτηθέντων -κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι και πολίτες της μεσαίας τάξης- διαπιστώνουν πως αυτή η αλλαγή οφείλεται στις στρατιωτικές δαπάνες.
Όπως λέει ο Γκούντκοφ, από τη μία πλευρά φοβούνται πως η τωρινή πολιτική της Ρωσίας ενδέχεται να οδηγήσει σε μία καταστροφή, από την άλλη όμως παραμένουν, παρά το γεγονός, αυτό πιστοί στο καθεστώς.