Σκληρή ήταν η απάντηση του Ντμίτρι Μεντβέντεφ προς τον Στίαν Γένσεν, ο οποίος σε δηλώσεις του μίλησε για παραχώρηση ουκρανικών εδαφών στη Ρωσία για το τέλος του πολέμου.
Συγκεκριμένα, ο Μεντβέντεφ, ανέφερε στο κανάλι του στο Telegram, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο Tass, ότι αν η Ουκρανία συμφωνήσει να παραχωρήσει εδάφη για να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, τότε θα πρέπει να εγκαταλείψει ακόμη και το Κίεβο.
«Για να εισέλθουν στο ΝΑΤΟ, θα πρέπει να εγκαταλείψουν το Κίεβο, την πρωτεύουσα της Αρχαίας Ρωσίας»
«Γιατί; Η ιδέα είναι περίεργη.
»Το μόνο ερώτημα είναι ότι όλα τα υποτιθέμενα “δικά τους” εδάφη είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμα.
»Για να εισέλθουν στο ΝΑΤΟ, οι Αρχές του Κιέβου θα πρέπει να εγκαταλείψουν ακόμη και το ίδιο το Κίεβο, την πρωτεύουσα της Αρχαίας Ρωσίας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
«Λοιπόν, τότε θα έπρεπε να μεταφέρουν την πρωτεύουσα στη Λβιβ.
»Εάν, φυσικά, οι Πολωνοί συμφωνήσουν», συμπλήρωσε.
Τι είχε δηλώσει ο συνεργάτης του Στόλτενμπεργκ
Η δήλωση του Στίαν Γένσε, στενού συνεργάτη του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, σχετικά με την ένταξη της Ουκρανίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, κάνει τις τελευταίες ώρες τον γύρο του Διαδικτύου.
Όπως ανέφερε ο προαναφερθείς, «η Ουκρανία μπορεί να χρειαστεί να συμφωνήσει να παραχωρήσει στη Ρωσία μέρος των εδαφών που έχασε κατά τον πόλεμο, αν θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ».
Κίεβο, η ιστορία του
Το Κίεβο είναι μία από τις παλαιότερες πόλεις της Ευρώπης.
Ιδρύθηκε τον 5ο αι. μ.Χ. ως εμπορικός σταθμός για τα ανατολικά σλαβικά φύλα που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή.
Με την άφιξη των Βαράγγων και την άνθιση του εμπορίου με τους Βυζαντινούς, η πόλη μετετράπη σε κομβικό εμπορικό και συνεπακόλουθα πολιτιστικό κέντρο, φθάνοντας στο απόγειό της κατά το 10ο και 11ο αιώνα, όταν αποτέλεσε την πρωτεύουσα του κράτους των Ρως.
Όμως μετά τα μέσα του 11ου αιώνα, το Κράτος των Ρως άρχισε να παρακμάζει και την ίδια τύχη είχε η πρωτεύουσά του.
Στα 1240 το Κίεβο καταστράφηκε από τους Μογγόλους και έκτοτε υποβιβάσθηκε σε μια μικρή περιφερειακή πόλη.
Η δεύτερη περίοδος ακμής ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η πόλη αναδεικνύεται σε σημαντικό βιομηχανικό κέντρο στα πλαίσια της ρωσικής βιομηχανικής επανάστασης.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και το σχηματισμό της Σοβιετικής Ένωσης, το Κίεβο γίνεται πρωτεύουσα (1934) της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη κατακτήθηκε από το γερμανικό στρατό, ο οποίος προέβη σε μαζικές σφαγές και εκτελέσεις, ιδιαίτερα εναντίον του πολυάριθμου εβραϊκού στοιχείου.
Πολλοί ήταν και οι κάτοικοι που εντάχθηκαν στη Βέρμαχτ, κυρίως ως παραστρατιωτικά σώματα, είτε λόγω του έκδηλου αντικομμουνισμού τους, είτε γιατί ήλπιζαν πως ο Χίτλερ μετά τη νίκη του θα τους αντάμειβε με ανεξαρτησία από τη Σοβιετική Ένωση.
Παρά τις ολοσχερείς καταστροφές που προκάλεσαν οι Γερμανοί, το Κίεβο ανοικοδομήθηκε άμεσα και έγινε ξανά η τρίτη σπουδαιότερη (μετά τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη) πόλη της ΕΣΣΔ στη μεταπολεμική εποχή.
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 ανέδειξε την Ουκρανία σε ανεξάρτητο κράτος.
Έκτοτε το Κίεβο είναι η πρωτεύουσα της χώρας.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Κιέβου είναι ο καθεδρικός ναός της αγίας Σοφίας που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
Το Κίεβο ήταν η πρώτη πρωτεύουσα των Ρους του Κιέβου (Київська Pусь) και ονομάζεται χαρακτηριστικά «Μητέρα όλων των Ρους».
Ουκρανοί
Οι Ουκρανοί είναι ανατολική σλαβική εθνικότητα που κατοικούν κυρίως στη σημερινή Ουκρανία.
Είναι η 7η μεγαλύτερη εθνικότητα σε πληθυσμό της Ευρώπης και η 3η μεγαλύτερη σλαβική, μετά τους Ρώσους και τους Πολωνούς.
Το Σύνταγμα της Ουκρανίας ορίζει ως Ουκρανούς όλους τους κατοίκους της χώρας ανεξαρτήτως καταγωγής.
Οι Ουκρανοί ήταν παλιότερα γνωστοί με ονόματα όπως Ρουθήνοι, Μικρορώσοι και Κοζάκοι.
Οι Ουκρανοί μιλούν τα ουκρανικά κατά κύριο λόγο ως μητρική γλώσσα, αλλά σημαντικό μέρος τους μιλά ρωσικά κατά κύριο λόγο, ενώ οι ουκρανικές κοινότητες σε άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες είναι σε μεγάλο βαθμό εκρωσισμένες.
Η ουκρανική γλώσσα ανήκει στην ομάδα των ανατολικών από τις Σλαβικές γλώσσες και είναι η επίσημη γλώσσα της Ουκρανίας.
Διάλεκτοι όπως η Σουρζίκ και η Μπαλάτσκα μιλιούνται στην Ουκρανία και σε μερικά μέρη της Ρωσίας.
Στον γραπτό λόγο χρησιμοποιεί το Κυριλλικό αλφάβητο.
Έχει κοινό σε έναν βαθμό λεξιλόγιο με γλώσσες γειτονικών σλαβικών εθνών, ιδιαίτερα με την πολωνική, τη σλοβακική στα δυτικά και την λευκορωσική με την ρώσικη στα βόρεια και τα ανατολικά.
Τα ίχνη της ουκρανικής γλώσσας ανιχνεύονται στην Αρχαία Σλαβική γλώσσα του πρώιμου μεσαιωνικού κράτους των Ρως του Κιέβου.
Στην πρώτη φάση της ονομαζόταν Ρουθηνική στην δυτική Ευρώπη.
Η Ουκρανική είναι σε ευθεία γραμμή απόγονος της καθομιλουμένης γλώσσας που χρησιμοποιούσαν οι Ρως του Κιέβου από τον 10ο έως τον 13ο αιώνα.
Η γλώσσα έχει επιμείνει, παρά τις διάφορες περιόδους απαγορεύσεων και/ή αποθάρρυνσης με το πέρασμα των αιώνων, καθώς έχει διατηρήσει πάντα μια επαρκή βάση ανάμεσα στους ανθρώπους της Ουκρανίας, τα λαϊκά τραγούδια τους, τους μουσικούς κομπζάρ και τους εξέχοντες συγγραφείς.
Η επίσημη ουκρανική γλώσσα ρυθμίζεται από την Εθνική Ακαδημία Επιστημών της Ουκρανίας, ιδιαίτερα από το Ινστιτούτο για την Ουκρανική Γλώσσα, το Ταμείο Πληροφοριών για την Ουκρανική Γλώσσα και το Ινστιτούτο Γλωσσολογίας Ποτέμπνια.
Η ουκρανική γλώσσα είναι σε έναν βαθμό αμοιβαία κατανοητή με την λευκορωσική. Μοιάζει λίγο με τα ρώσικα και έχει κάποιες ρώσικες λέξεις.