Όταν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ανήλθε στην εξουσία το 1999, ο ρωσικός στρατός είχε περάσει μια δεκαετία μετασοβιετικής παρακμής.
Έκτοτε, και για είκοσι χρόνια, ο Πούτιν και οι στρατιωτικοί του ηγέτες μετέτρεψαν αυτό το στρατό σε μια δύναμη ικανή για ποικίλες επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο, με καλά οπλισμένα στρατεύματα και προηγμένα πολεμικά πλοία και αεροσκάφη. Χώρια το τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο.
Σύμφωνα όμως με τον κορυφαίο ιστορικό και αναλυτή που ειδικεύεται στη Ρωσία, Μαρκ Γκαλεότι, ο Πούτιν αφοσιώθηκε στην ανοικοδόμηση ενός ισχυρού ρωσικού στρατού μόνο για να τον δει να καταστρέφεται στην Ουκρανία.
Η κατάσταση όταν ανήλθε στην εξουσία
Ο στρατός που παρέλαβε ήταν σε κατάσταση «πραγματικά καταστροφική», αναφέρει σε συνέντευξή του στο Business Insider.
«Ουσιαστικά, δεν είχε γίνει καμία ουσιαστική προσπάθεια μεταρρύθμισης.
»Ήταν ένας συρρικνωμένος Κόκκινος Στρατός σε μια εποχή που, ειλικρινά, το ρωσικό κράτος απλώς δεν είχε πόρους για να τον φροντίσει, να τον ελέγξει, να τον προστατεύσει.
»Είχαμε λοιπόν περιπτώσεις στρατιωτών που είχαν αποσυρθεί από τη Γερμανία και δεν είχαν σπίτια, δεν είχαν στρατώνες να πάνε, άρα ζούσαν σε μη θερμαινόμενα υπόστεγα δεξαμενών.
»Είχαμε στρατιώτες που δεν πληρώνονταν, οπότε δεν ήταν περίεργο που αναζήτησαν διάφορες απασχολήσεις, από εργάτες οικοδομών μέχρι συμβασιούχους δολοφόνους».
«Σε αυτό το πλαίσιο, στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβαινε είναι ότι ο στρατός δεν αποτελούσε σε καμία περίπτωση εγγύηση της ρωσικής ασφάλειας.
»Στην πραγματικότητα ήταν μια απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας και μάλιστα των γειτόνων της», συμπληρώνει, σημειώνοντας παράλληλα ότι ο Πούτιν δεν έχει ουσιαστική στρατιωτική εμπειρία, αν και δεν χάνει την ευκαιρία να φωτογραφηθεί μέσα σε ένα τανκ ή στο πιλοτήριο ενός μαχητικού τζετ.
Τι έδειξαν οι πόλεμοι σε Τσετσενία και Γεωργία
«Έτσι, ήρθε στην εξουσία χωρίς στρατιωτική εμπειρία, έχοντας ωστόσο μια πολύ σαφή πεποίθηση ότι η Ρωσία έπρεπε να γίνει μια σοβαρή στρατιωτική δύναμη.
»Η ιδέα του για το καθεστώς της μεγάλης δύναμης είναι μια ιδέα του 19ου αιώνα, η οποία περιλαμβάνει το γεγονός ότι μια μεγάλη δύναμη έχει την ικανότητα να εκφοβίζει ή να εξαναγκάζει άλλες χώρες να κάνουν ό,τι θέλει, και για αυτόν τον σκοπό, θεώρησε ότι η Ρωσία χρειαζόταν ένα ισχυρό στρατό», συνεχίζει ο Γκαλεότι, εξηγώντας πως το έναυσμα για να αρχίσει να προωθεί σοβαρές μεταρρυθμίσεις στο ρωσικό στρατό δόθηκε τα επόμενα οκτώ χρόνια με τους πολέμους στην Τσετσενία και στη Γεωργία, και την απογοητευτική απόδοση των ρωσικών δυνάμεων.
Ειδικά, «η δυσαναλογία μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας όσον αφορά τις δυνάμεις και το μέγεθός τους ήταν τόσο τεράστια, οπότε, φυσικά, η Ρωσία επρόκειτο να κερδίσει.
»Αλλά υπήρχε μια προσδοκία ότι θα κέρδιζε πολύ πιο τακτοποιημένα και αποτελεσματικά από ό,τι συνέβη πραγματικά», λέει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως οι απώλειες σε εξοπλισμό και άρματα ήταν τέτοιες που «αναγκάσαν την απερίσκεπτη και συντηρητική ανώτατη διοίκηση να αποδεχθεί ότι υπήρχε ανάγκη για μεταρρύθμιση».
Έτσι ξεκίνησαν οι προσπάθειες να αφήσει πίσω του ο ρωσικός στρατός πίσω τη σοβιετική του εποχή, σύμφωνα με τον Γκαλεότι.
Αφήνοντας πίσω τη σοβιετική εποχή
«Ο σοβιετικός στρατός καθοριζόταν πραγματικά από το τραύμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ιδέα ότι η μητέρα πατρίδα μπορεί να χρειαστεί υπεράσπιση μέσο ενός είδους μαζικού στρατού εκατομμυρίων ανθρώπων.
»Οπότε είχε μια δομή για να διασφαλιστεί ότι, αν χρειαστεί, θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν εφέδρους, ώστε να εξασφαλίσουν μεγάλους αριθμούς στρατευσίμων που θα είναι έτοιμοι για μάχη, αλλά [η μεταρρύθμιση] αφορούσε την ποιότητα και όχι την ποσότητα», εξηγεί, υποστηρίζοντας επίσης ότι εκείνη την εποχή, η ρωσική ηγεσία συνειδητοποίησε ότι στην πραγματικότητα η Ρωσία δεν επρόκειτο να αντιμετωπίσει ένα μαζικό, υπαρξιακό μεγάλο πόλεμο.
Ακολούθησαν άλλοι δύο πόλεμοι στους οποίους είχε εμπλοκή η Ρωσία, το 2014 στην Ουκρανία και μετά η Συρία.
Εκεί «έδειξαν ότι οι μεταρρυθμίσεις λειτουργούσαν πραγματικά», σχολιάζει. «Θέλω να πω, ήταν ακόμα ένα έργο σε εξέλιξη, αλλά παρόλα αυτά απέδειξε ότι όπως ακριβώς οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις αποδείχθηκαν πολύ πιο επαγγελματικές και αποτελεσματικές από ό,τι θα μπορούσαμε να περιμέναμε στην κατάληψη της Κριμαίας το 2014, έτσι και η αεροπορία απέδωσε πολύ πιο αποτελεσματικά στη Συρία από ό,τι πιστεύαμε».
Ωστόσο, ο Γκαλεότι σημειώνει ότι οι δύο αυτές συγκρούσεις έδειξαν και δύο άλλα πράγματα.
Πρώτα απ ‘όλα ότι στην πραγματικότητα οι μεταρρυθμίσεις επικεντρώνονταν σε λίγες ελίτ μονάδες εντός του στρατού.
«Δεν είναι λες και κάθε Ρώσος στρατιώτης είχε τώρα αυτή την ικανότητα», σχολιάζει.
Και δεύτερον, οι μεταρρυθμίσεις λειτούργησαν ακριβώς λόγω της νέας πεποίθησης ότι Ρωσία δεν θα διεξάγει έναν μεγάλο πόλεμο.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία
Τελικά όμως η Ρωσία επέστρεψε στην Ουκρανία πριν τον Φεβρουάριο του 2022, ξεκινώντας ένα πόλεμο που και οι δύο πλευρές δυσκολεύονται να κερδίσουν.
Σύμφωνα όμως με τον Γκαλεότι, ο ρωσικός στρατός έχει καταρρεύσει στην Ουκρανία.
«Ακόμα κι αν ο πόλεμος τελειώσει αύριο, κατά τη γνώμη μου, θα χρειαζόταν μια δεκαετία για να ανασυγκροτηθούν οι ρωσικές δυνάμεις στο επίπεδο που βρίσκονταν τον περασμένο Ιανουάριο», λέει, προσθέτοντας ότι σε μεγάλο βαθμό, ο Πούτιν έχει καταστρέψει τις στρατιωτικές δομές που ο ίδιος έφτιαξε.
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι αυτός είναι ο τελευταίος πόλεμος του Πούτιν, εκτός από το ότι μπορεί να οδηγήσει στην πολιτική του πτώση, αλλά σε κάθε περίπτωση, πιθανότατα θα είναι πολύ, πολύ προσεκτικός όσον αφορά τυχόν μελλοντικές περιπέτειες.
»Αλλά επίσης απλώς πιστεύω ότι δεν θα έχει τις στρατιωτικές δυνατότητες για κανέναν εκτός από τους πιο περιορισμένους τύπους στρατιωτικών αναπτύξεων. Ουσιαστικά λοιπόν, πέρασε 22 χρόνια χτίζοντας μια στρατιωτική κατασκευή και στη συνέχεια απλώς την κατέστρεψε».