Με τον Ντόναλντ Τραμπ να αντιμετωπίζει δίωξη στο Μανχάταν, ενώ ταυτόχρονα είναι ο επικρατέστερος υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων στις προεδρικές εκλογές, ένα προφανές ερώτημα ανακύπτει.
Μπορεί να συνεχίσει να είναι υποψήφιος και ίσως ακόμη και να επανεκλεγεί για μια δεύτερη θητεία στον Λευκό Οίκο, εάν καταδικαστεί;
Η σύντομη απάντηση –σύμφωνα με τον Atlantic- είναι ότι δεν υπάρχει νόμος για να το εμποδίσει — τουλάχιστον όχι για τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται αυτή τη στιγμή στη Νέα Υόρκη.
Το ίδιο δεν ισχύει ακριβώς για τα εγκλήματα για τα οποία ενδέχεται να κατηγορηθεί ακόμη για τον ρόλο του στην εισβολή της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο.
Ένα ποινικό καταστατικό που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο ειδικός εισαγγελέας Τζακ Σμιθ για να κατηγορήσει τον Τραμπ απαγορεύει συγκεκριμένα στους παραβάτες να κατέχουν μελλοντικά αξιώματα.
Αλλά ακόμα κι αν καταδικαζόταν για αυτή την κατηγορία που σχετίζεται με την εισβολή του όχλου στο Καπιτώλιο, η τελική απόφαση βάσει του νόμου πιθανότατα θα έπεφτε στους Ρεπουμπλικάνους νομοθέτες.
Το Σύνταγμα στην πρώτη του μορφή περιείχε μόνο τρία κριτήρια για τον πρόεδρο: ιθαγένεια (φυσικά γεννημένος πολίτης των ΗΠΑ, που σημαίνει πολίτης κατά τη στιγμή της γέννησης), ηλικία (τουλάχιστον 35 ετών) και κατοικία (τουλάχιστον 14 χρόνια στις ΗΠΑ, όχι απαραίτητα διαδοχικά και όχι απαραίτητα αμέσως πριν από την ανάληψη στο αξίωμα)
Αυτοί είναι οι μόνοι όροι. Πέρα από αυτό, μετά τη δήλωση της υποψηφιότητας και τον ορισμό μιας επιτροπής πολιτικής δράσης στην Ομοσπονδιακή Εκλογική Επιτροπή, η υποψηφιότητα προϋποθέτει τη συμμετοχή στην πρώτη ψηφοφορία σε όσο το δυνατόν περισσότερες πολιτείες, κάτι που πρακτικά σημαίνει τη συμμόρφωση με μια τεράστια γκάμα απαιτήσεων συμμετοχής σε ψηφοδέλτια ανά πολιτεία και την τήρηση των σχετικών προθεσμιών.
Εάν ο Τραμπ εξασφάλιζε το χρίσμα του κόμματός του μέσω των διαδικασιών που έχει σχεδιάσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κανένας ομοσπονδιακός νόμος δεν θα μπορούσε να παρέμβει, σημειώνει σε ανάλυσή του ο Atlantic.
Όπως ανέφεραν πρόσφατα οι New York Times, μια σειρά από πολιτικούς υποψηφίους έχουν υποβάλει υποψηφιότητα κάτω από παρόμοιες συνθήκες, συμπεριλαμβανομένου του πρώην κυβερνήτη του Τέξας Ρικ Πέρι, ο οποίος κατηγορήθηκε για δύο κακουργήματα όταν ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για πρόεδρος το 2015.
Ο Γιουτζίν Ντεμπς ήταν γνωστός ως ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1920 και η υποψηφιότητά του ανακοινώθηκε από ένα ομοσπονδιακό σωφρονιστικό κατάστημα στην Ατλάντα.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο στο αρχικό κείμενο του Συντάγματατος ότι «κανένα άτομο δεν πρέπει να … κατέχει αξίωμα, πολιτικό ή στρατιωτικό, υπό τις Ηνωμένες Πολιτείες … αν έχει εμπλακεί σε εξέγερση.
Ωστόσο, το Σύνταγμα δεν περιέχει ορισμό για το τι σημαίνει «έχει εμπλακεί σε εξέγερση», και δεν υπάρχει σαφής μηχανισμός επιβολής.
Οι πολιτείες θα μπορούσαν αντ ‘αυτού να σπεύσουν να τροποποιήσουν τις απαιτήσεις συμμετοχής σε ψηφοδέλτια για να αμφισβητήσουν την υποψηφιότητα του Τραμπ —όπως συνέβη όταν ο Ρεπουμπλικανός Μάντισον Κόθορν επεδίωξε να επανεκλεγεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Παρόλα αυτά η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας κίνησης θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολη.