Πέθανε σε ηλικία 91 ετών ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης.
Με τις μεταρρυθμίσεις του συνέβαλε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Όταν οι διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας σάρωσαν την κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, ο Γκορμπατσόφ απέφυγε να καταφύγει στη βία – σε αντίθεση με προκατόχους του, που είχαν στείλει τανκς για να καταστείλουν εξεγέρσεις στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968.
Όμως οι διαδηλώσεις τροφοδότησαν φιλοδοξίες για αυτονομία στις 15 δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία διαλύθηκε τα επόμενα δύο χρόνια με χαοτικό τρόπο.
Ο Γκορμπατσόφ πάλεψε μάταια για να αποτρέψει την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Όταν έγινε γενικός γραμματέας του Σοβιετικού Κομμουνιστικό Κόμματος το 1985, σε ηλικία μόλις 54 ετών, είχε βάλει στόχο να εισάγει περιορισμένες πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του ξέφυγαν από τον έλεγχο.
Η πολιτική της «γκλάσνοστ», για τον ανοικτό διάλογο με στόχο την επίλυση προβλημάτων, επέτρεψε την μέχρι τότε αδιανόητη κριτική στο κόμμα και στο κράτος, ενώ ενθάρρυνε τους εθνικιστές που άρχισαν να πιέζουν για ανεξαρτησία στις δημοκρατίες της Βαλτικής (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία) και αλλού.
Πολλοί Ρώσοι δεν συγχώρησαν ποτέ τον Γκορμπατσόφ την αναταραχή που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του, θεωρώντας πως η επακόλουθη υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου ήταν ένα «πολύ υψηλό τίμημα» που κλήθηκαν να πληρώσουν για τον «εκδημοκρατισμό».
Ο οικονομολόγος Ρουσλάν Γκρίνμπεργκ, ο οποίος επισκέφθηκε στις 30 Ιουνίου τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο νοσοκομείο, είχε δηλώσει πρόσφατα στο ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο Zvezda: «Μας χάρισε την ελευθερία, αλλά δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε».