Διάγγελμα στον αμερικανικό λαό απηύθυνε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που απαγορεύει τις αμβλώσεις σε όλη τη χώρα, ανατρέποντας την ιστορική απόφαση του 1973, η οποία τις είχε νομιμοποιήσει σε εθνικό επίπεδο.
Πλέον, το δικαίωμα μιας γυναίκας στην άμβλωση βρίσκεται «στα χέρια» της κάθε μίας από τις 50 Πολιτείες της χώρας, με τις μισές από αυτών να αναμένονται να επαναφέρουν οπισθοδρομικούς νόμους, με κάποιους από αυτούς να την απαγορεύουν εντελώς.
Μάλιστα, το Μιζούρι έγινε η πρώτη Πολιτεία, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, που απαγορεύει τις αμβλώσεις.
«Είναι μια στενάχωρη ημέρα για το έθνος μας.
»Η υγεία των γυναικών είναι σε κίνδυνο.
»Πιστεύω ότι η απόφαση του 1973 είναι η σωστή και όχι η σημερινή.
»Ήταν Συνταγματικό δικαίωμα που υποστήριζαν τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικανοί πρόεδροι αυτής της χώρας», δήλωσε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος των ΗΠΑ, φανερά οργισμένος.
«Η σημερινή απόφαση, από τρεις δικαστές που διορίστηκαν από έναν πρώην πρόεδρο, τον Ντόναλντ Τραμπ, χαλάει την ισορροπία της νομοθεσίας μας.
»Είναι μια εξτρεμιστική, μια ακραία απόφαση που αναγκάζει τις γυναίκες να μεγαλώσουν το παιδί του βιαστή τους.
»Αυτή η απόφαση γυρνάει τη χώρα μας 150 χρόνια πίσω και με σοκάρει.
»Είναι μια στενάχωρη ημέρα για τη χώρα μας.
»Μόνο το Κογκρέσο μπορεί να επαναφέρει το δικαίωμα των γυναικών ως ομοσπονδιακό νόμο, για αυτό το φθινόπωρο θα πρέπει όλοι να ψηφίσουμε τους εκπροσώπους που μας εκφράζουν, που εκφράζουν τα δικαιώματα των γυναικών μας», πρόσθεσε ο Τζο Μπάιντεν.
«Το Σύνταγμα δεν κάνει καμία αναφορά στην άμβλωση και κανένα από τα άρθρα του δεν προστατεύει ρητά αυτό το δικαίωμα», γράφει στο σκεπτικό της απόφασης, εξ ονόματος της πλειοψηφίας των 6 συντηρητικών δικαστών, ο Σάμιουελ Αλίτο.
Η απόφαση Ρόου εναντίον Γουέιντ «ήταν εξ αρχής πλήρως αθεμελίωτη» και «πρέπει να ακυρωθεί», πρόσθεσε.
«Ήρθε η ώρα να θέσουμε το ζήτημα των αμβλώσεων στους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού», στα τοπικά κοινοβούλια, γράφει επίσης ο δικαστής.
Η διατύπωση αυτή είναι πολύ κοντά στο κείμενο του προσχεδίου απόφασης που είχε διαρρεύσει στον Τύπο τον Μάιο, προκαλώντας διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα και κύμα αγανάκτησης στους προοδευτικούς κύκλους.
Έκτοτε, το κλίμα ήταν τεταμένο γύρω από το Δικαστήριο, όπου είχε τοποθετηθεί ένας φράχτης ασφαλείας για να μην πλησιάζουν κοντά οι διαδηλωτές.
Τον Ιούνιο, ένας ένοπλος συνελήφθη κοντά στο σπίτι του συντηρητικού δικαστή Μπρετ Κάβανο και του ασκήθηκε δίωξη για απόπειρα δολοφονίας.
Σήμερα, αμέσως μόλις ανακοινώθηκε η απόφαση, εκατοντάδες διαδηλωτές άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Ουάσινγκτον – κάποιοι έκλαιγαν από χαρά, άλλοι από θλίψη.
Η σημερινή απόφαση θεωρείται «μία από τις σημαντικότερες στην ιστορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου από την εποχή που ιδρύθηκε, το 1790», παρατήρησε ο καθηγητής δικαίου της υγείας, Λόρενς Γκόστιν.
«Έχει συμβεί και άλλες φορές το Ανώτατο Δικαστήριο να αλλάξει αποφάσεις του, όμως για να θεμελιώσει ή να επαναφέρει ένα δικαίωμα και ποτέ για να το καταργήσει», σημείωσε.
Η απόφαση αυτή πηγαίνει επίσης αντίθετα με την τάση που παρατηρείται διεθνώς για την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων σε χώρες όπου η επιρροή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας παραμένει πολύ ισχυρή, όπως στην Ιρλανδία, την Αργεντινή, το Μεξικό ή την Κολομβία.
Επιστεγάζει έναν αγώνα μισού αιώνα που έδινε μεθοδικά η θρησκευόμενη δεξιά, για την οποία η απόφαση συνιστά τεράστια νίκη αλλά όχι και το τέλος της μάχης: το κίνημα θα συνεχίσει να αγωνίζεται ώστε να ωθήσει όσο το δυνατόν περισσότερες Πολιτείες να καταργήσουν τις αμβλώσεις ή να πετύχει την απαγόρευσή τους σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Η απόφαση θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί νίκη του Ρεπουμπλικάνου πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της θητείας του διόρισε τους τρεις από τους έξι συντηρητικούς δικαστές, τον Νιλ Γκόρσατς, τον Μπρέτ Κάβανο και την Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ.
Οι τρεις προοδευτικοί δικαστές διαφώνησαν με την πλειοψηφία θεωρώντας ότι η απόφαση «θέτει σε κίνδυνο άλλα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής, όπως την αντισύλληψη και τους γάμους μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου» αλλά και «δυναμιτίζει τη νομιμότητα» του ίδιου του Δικαστηρίου.
Η πλειοψηφία «χειραφετήθηκε από την υποχρέωσή της να εφαρμόζει τον νόμο με έντιμο και αμερόληπτο τρόπο», καταγγέλλουν σε οξύ ύφος οι τρεις δικαστές.
Ο επικεφαλής του Δικαστηρίου, ο μετριοπαθής συντηρητικός Τζον Ρόμπερτς, προσπάθησε να τηρήσει μια πιο ισορροπημένη στάση: ήθελε να δικαιώσει μεν την Πολιτεία του Μισισίπι (ένας νόμος της οποίας στάθηκε αφορμή για την ανατροπή του δεδικασμένου) χωρίς όμως να ανατρέψει την απόφαση Ρόου εναντίον Γουέιντ.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο Guttmacher, ένα κέντρο ερευνών που αγωνίζεται για την πρόσβαση στην αντισύλληψη και τις αμβλώσεις σε όλον τον κόσμο, 13 Πολιτείες έχουν ήδη περάσει «νόμους-ζόμπι»: απαγορεύουν τις αμβλώσεις και θα τεθούν αυτομάτως σε ισχύ.
«Τις επόμενες ημέρες, εβδομάδες και μήνες, θα δούμε κλινικές να κλείνουν» σε αυτές τις Πολιτείες, όπως το Τέξας ή η Λουιζιάνα, σχολίασε ο Λόρενς Γκόστιν.
Εκτιμάται ότι θα ακολουθήσουν το παράδειγμά τους άλλες 12 Πολιτείες, απαγορεύοντας πλήρως ή εν μέρει τις αμβλώσεις.
Σε ένα μεγάλο μέρος της χώρας επομένως οι γυναίκες που θέλουν να κάνουν άμβλωση θα αναγκαστούν είτε να συνεχίσουν την εγκυμοσύνη, είτε να παρανομήσουν (για παράδειγμα, παραγγέλνοντας χάπια μέσω του διαδικτύου) ή να ταξιδέψουν σε άλλες Πολιτείες, όπου η άμβλωση θα επιτρέπεται.
Το ταξίδι όμως είναι ακριβό και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα πλήξει κυρίως τις φτωχές γυναίκες ή εκείνες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους – η μεγάλη πλειονότητα προέρχεται από τις μειονότητες των ισπανόφωνων και των Αφροαμερικανών.