Στην εφημερίδα «The Jerusalem Post» δημοσιεύεται άρθρο γνώμης του Σεθ Φράντζμαν (Seth Frantzman) με τίτλο «Η Τουρκία εκβιάζει το ΝΑΤΟ για να δικαιολογήσει την εισβολή της στη Συρία» και υπότιτλο «Η Τουρκία περίμενε μέχρι την κρίση με το ΝΑΤΟ για να ξεκινήσει να συζητά για μια νέα εισβολή στη Συρία. Και δεν θα ήταν η πρώτη φορά».
Παρατίθεται το πλήρες κείμενο του δημοσιεύματος:
Η Τουρκία είναι αποφασισμένη να πραγματοποιήσει μια νέα εισβολή στη Συρία, στο πρότυπο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Επικαλούμενη την ανάγκη να «εκκαθαρίσει» μια περιοχή κοντά στα σύνορα από «τρομοκράτες», η Άγκυρα έχει «πάρει όρκο» να εισβάλει στη Συρία.
Η τελευταία εισβολή της στο Αφρίν το 2018, κι αργότερα στη Ρας αλ Αΐν (Σέρε Κανίγιε) το 2019, οδήγησε στον διωγμό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και σε εθνοκάθαρση μειονοτήτων.
Οι Κούρδοι, οι Γιαζίντι και οι χριστιανικές μειονότητες αποτελούν κύριους στόχους της Τουρκίας.
Η Άγκυρα μιλά για εισβολή, την ώρα που παρεμποδίζει τις δημοκρατικές Φινλανδία και τη Σουηδία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ.
Πρόκειται για μέρος της στρατηγικής εκβιασμού που ακολουθεί.
Χρησιμοποιεί τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ για να κερδίσει κάλυψη για εισβολές που επιθυμεί να πραγματοποιήσει.
Κι ενόσω η Ρωσία εισπράττει κριτική για την επίθεσή της στην ειρηνική Ουκρανία, κι όταν χώρες όπως η Σερβία είχαν επικριθεί με παρόμοιο τρόπο τη δεκαετία του ΄90 για συγκρούσεις που οδήγησαν σε εθνοκάθαρση, η Τουρκία μπορεί ανοιχτά να εκδιώκει μειονότητες, να εισβάλει και να καταλαμβάνει τη Συρία χωρίς να δέχεται, όπως φαίνεται, κριτική.
Κι αυτό συμβαίνει, καθώς χώρες όπως η Σουηδία, που μπορεί να ασκούσαν κατά το παρελθόν κριτική στην Άγκυρα, χρειάζονται τώρα την στήριξή της για να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία περίμενε μέχρι την κρίση με το ΝΑΤΟ για να ξεκινήσει να συζητά για νέα εισβολή.
Κάτι τέτοιο έχει κάνει και στο παρελθόν: το 2018, εργάστηκε με φιλοτουρκικές φωνές στην κυβέρνηση Τραμπ, προκειμένου να πείσει τον Λευκό Οίκο να «ανοίξει τις πύλες» για εισβολές στη Συρία.
Η Τουρκία ξεκίνησε από την Αφρίν, λαμβάνοντας στήριξη από τη Ρωσία, η οποία υποστηρίζει το συριακό καθεστώς, αλλά την ίδια στιγμή πουλά τα αντιπυραυλικά συστήματα S-400 στην Τουρκία.
Η Μόσχα πίστευε ότι θα μπορούσε να υποχρεώσει τη Δαμασκό να θυσιάσει την Αφρίν, η οποία ελεγχόταν από κουρδικές ομάδες, με αντάλλαγμα να απομακρύνει η Ρωσία την Τουρκία από το ΝΑΤΟ.
Αυτό οδήγησε στην έναρξη ενός πολέμου προσφορών για τη στήριξη της Τουρκίας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Οι ΗΠΑ σύντομα ενέκριναν σιωπηρά μια εισβολή το 2019, πιστεύοντας ότι, εάν η Άγκυρα έπαιρνε αυτό που ήθελε στη Συρία, τότε ενδεχομένως να απομακρυνόταν από την επιρροή της Μόσχας και να παρείχε βοήθεια στις ΗΠΑ σε ζητήματα που αφορούσαν το Ιράν.
Αντ’ αυτού, η Τουρκία ξεκίνησε να απειλεί το Ισραήλ, την Ελλάδα και τα ΗΑΕ- και ο Λευκός Οίκος, πολύ αργά πια, συνειδητοποίησε ότι είχε επιτρέψει και κατευνάσει έναν «επιτιθέμενο».
Προσπάθειες της Τουρκίας κατά το παρελθόν
Η Άγκυρα προσπάθησε να πιέσει την κυβέρνηση Μπάιντεν για νέες εισβολές το 2021, όμως οι ΗΠΑ αντιτέθηκαν τότε- και συνεχίζουν να αντιτίθενται.
Η Τουρκία τότε στράφηκε στη Μόσχα για να προσπαθήσει να δικαιολογήσει την εισβολή σε μια περιοχή της Συρίας, κοντά στο Χαλέπι, όπου και ασκεί επιρροή το συριακό καθεστώς.
Ο πραγματικός έλεγχος στο έδαφος γίνεται, σε γενικές γραμμές, μέσω ομάδων που συνδέονται με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις.
Τέτοιες ομάδες, όπως είναι οι YPG και PYD, διοικούνται κατά κανόνα από Κούρδους, κι έχουν επίσης Άραβες, χριστιανούς κι άλλα μέλη.
Ενώ το συριακό καθεστώς, κατά τα φαινόμενα, έχει τον έλεγχο των περιοχών αυτών, τον παραχωρεί και τον αναθέτει στις ομάδες που τελούν υπό κουρδική ηγεσία.
Η παραπάνω κατάσταση δημιουργεί πολλά ζητήματα, τα οποία εκμεταλλεύεται η Τουρκία: παραδείγματος χάριν, το έτος 2018 απέλασε περίπου 160.000 Κούρδους από την Αφρίν, πολλοί εκ των οποίων κατέληξαν στην Τελ Ριφάτ.
Στη συνέχεια βομβάρδισε τους καταυλισμούς των εσωτερικά εκτοπισμένων (IDP – internally displaced persons), υποστηρίζοντας ότι στόχευε «τρομοκράτες».
Οι άμαχοι στις περιοχές αυτές δεν έχουν τη δυνατότητα να διαμαρτυρηθούν για τις ατελείωτες εισβολές και τους πολέμους που έχει εξαπολύσει η Άγκυρα, -κι αυτό, καθώς οι Σύροι αναρρώνουν έπειτα από 10 χρόνια εμφυλίου.
Το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) κατέλαβε μεγάλες περιοχές της Συρίας.
Οι ΗΠΑ βοήθησαν τους Κούρδους, οδηγώντας τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις να νικήσουν τη διεθνή τζιχαντιστική οργάνωση το 2017.
Όμως η Τουρκία κινητοποίησε συριακές ομάδες [ισλαμιστών] ανταρτών, τις οποίες επέλεξε για δικούς της σκοπούς, χρησιμοποιώντας τες για να πολεμήσει τους Κούρδους.
Αυτή η παράξενη κατάσταση σήμαινε ότι οι ΗΠΑ βοήθησαν τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις να καταλάβουν την Ανατολική Συρία και να επικρατήσουν του ISIS, ενώ η Τουρκία εδραίωσε τον έλεγχο, κυρίως με Άραβες και Τουρκμένους μαχητές στη βορειοδυτική Συρία.
Τόσο το συριακό καθεστώς, όσο και το Ιράν και η Ρωσία, επωφελήθηκαν απ’ όλη αυτή την κατάσταση και, έως το 2018, το καθεστώς είχε ξανακερδίσει ένα τμήμα της χώρας.
Οι κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές της Συρίας έγιναν εστία εξτρεμιστών καθώς και πολλών εσωτερικά εκτοπισμένων πληθυσμών.
Οι εξτρεμιστές λεηλατούν τις περιουσίες των ντόπιων, διαπράττουν απαγωγές και βιασμούς.
Οι ΗΠΑ έχουν βάλει στόχο το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) και την Αλ Κάιντα σε περιοχές ελεγχόμενες από την Τουρκία.
Τρέχουσες εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας
Κι έτσι φτάνουμε στο έτος 2022.
Η Τουρκία δηλώνει στη Ρωσία ότι επιθυμεί να εισβάλει σε μια νέα περιοχή κι ότι η Μόσχα θα πρέπει να το αποδεχθεί, προκειμένου να λάβει στήριξη από την Άγκυρα για τον πόλεμό της στην Ουκρανία.
Ταυτόχρονα ζητά από το ΝΑΤΟ να μην δημιουργήσει θέμα, διαφορετικά θα μπλοκάρει την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας.
Έπειτα κινητοποιεί το lobby της στην Ουάσιγκτον, ζητώντας του να διαδώσει το αφήγημά της στα αμερικανικά ΜΜΕ και πετυχαίνει πρόσβαση σε έντυπα όπως ο Economist, κατορθώνοντας να «πουλήσει» την αυταρχική της ατζέντα μέσω ενός άρθρου του Τούρκου Προέδρου που φιλοξενείται στο φύλλο αυτής της εβδομάδας.
Επιχειρεί τέλος να προσεγγίσει το Ισραήλ και τις φιλο-ισραηλινές φωνές, ώστε να αποτρέψει τυχόν αντιστάσεις.
Η Τουρκία γνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει πλέον μεγαλύτερη εύνοια του Κογκρέσου κι ελπίζει πως θα μπορούσε να βοηθηθεί με τη στήριξη φιλο-ισραηλινών φωνών.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν, παρά το γεγονός ότι η σημερινή ηγεσία του [κυβερνώντος τουρκικού κόμματος] ΑΚΡ έχει στο παρελθόν χαρακτηρίσει το Ισραήλ «ναζιστική» χώρα στο παρελθόν κι έχει παράσχει φιλοξενία σε τρομοκράτες της Χαμάς.
Η Τουρκία απέστειλε πρόσφατα τον ΥπΕξ της στο Ισραήλ και, νωρίτερα, είχε υποδεχτεί τον ισραηλινό Πρόεδρο στην Άγκυρα.
Παράλληλα επιχειρεί προσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ.
Πρόσφατα πραγματοποίησε επίσης συνομιλίες σε υψηλό επίπεδο με το Πακιστάν, προκειμένου να ενισχύσει το εμπόριό της.
Τουρκικά ΜΜΕ υποστηρίζουν τώρα ότι το καθεστώς «ετοιμάζεται να εκκαθαρίσει τις περιοχές της βόρειας Συρίας από τρομοκρατικά στοιχεία», σύμφωνα με το τουρκικό πρακτορείο Anadolu.
«Η Άγκυρα προετοιμάζεται να εκκαθαρίσει την Τελ Ριφάτ της βόρειας Συρίας και τη Μανμπίτζ, στο πλαίσιο επιχείρησης για τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας 30 χιλιομέτρων νοτίως των τουρκικών συνόρων», φέρεται να δήλωσε ο τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν.
Τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η Τουρκία είναι σε θέση να προωθεί τα συμφέροντά της, εξακολουθώντας να εκμεταλλεύεται την ανάγκη άλλων χωρών που χρειάζονται τη δική της στήριξη.