Ξεπερνώντας κάθε πρόβλεψη των δημοσκοπήσεων οι Χριστιανοδημοκράτες του CDU κερδίζουν τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία. Όμως οι Σοσιαλδημοκράτες δεν εγκαταλείπουν τη φιλοδοξία να κυβερνήσουν.
«Πολιτικός σεισμός» στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, το πολυπληθέστερο της Γερμανίας, το απόγευμα της Κυριακής: σύμφωνα με τα πρώτα έξιτ πολ οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU), το κόμμα του πρωθυπουργού Χέντρικ Βυστ, αναδεικνύονται πρώτη δύναμη με 35,5%, έναντι 27,3% των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) με υποψήφιο τον Τόμας Κουτσάτι. Και αυτό σε πείσμα των δημοσκοπήσεων που, μέχρι την τελευταία στιγμή, έδειχναν απλώς ένα ισχνό προβάδισμα για τους Χριστιανοδημοκράτες, το οποίο δεν ξεπερνούσε τα όρια του στατιστικού λάθους. Όλα δείχνουν ότι στις τελευταίες ημέρες του προεκλογικού αγώνα ο Χέντρικ Βυστ κατάφερε να πείσει ένα μεγάλο κομμάτι από το 34% των ψηφοφόρων που δήλωναν «αναποφάσιστοι». Εάν επιβεβαιωθεί αυτό το αποτέλεσμα, το SPD χάνει σχεδόν 4% σε σχέση με τις τοπικές εκλογές του 2017 και καταγράφει το χειρότερο ποσοστό της ιστορίας του στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
Μεγάλος κερδισμένος της βραδιάς είναι, εκτός από την CDU, το Κόμμα των Πρασίνων, που υπερτριπλασιάζει το ποσοστό του σε σχέση με το 2017, φτάνοντας το 18%, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται σε «ρυθμιστή» των πολιτικών εξελίξεων. Οι Φιλελεύθεροι (FDP), μέχρι σήμερα κύριος πυλώνας στην κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Χένρικ Βυστ, μόλις που φτάνουν το όριο του 5% που προβλέπει ο εκλογικός νόμος για την είσοδο στην τοπική Βουλή του Ντίσελντορφ και αγωνιούν μέχρι την τελευταία στιγμή για την επανεκλογή τους. Εντός Κοινοβουλίου παραμένει, όπως όλα δείχνουν, το εθνολαϊκιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), που κυμαίνεται γύρω στο 5,5%, ενώ μία ακόμη πικρή ήττα αναγκάζεται να υποστεί το Κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), που περιορίζεται στο 2% και μένει οριστικά έξω από την τοπική Βουλή του Ντίσελντορφ.
Κι όμως, όλοι θέλουν να κυβερνήσουν
«Είμαστε ξεκάθαρα η ισχυρότερη πολιτική δύναμη, γι αυτό έχουμε εντολή να σχηματίσουμε την επόμενη κυβέρνηση», δηλώνει το βράδυ της Κυριακής ο νικητής των εκλογών Χέντρικ Βυστ. «Ξεκάθαρη κυβερνητική εντολή» βλέπει και ο γενικός γραμματέας της CDU Μάριο Τσάγια στο Βερολίνο. Σε αυτή την περίπτωση η Χριστιανοδημοκράτες θα πρέπει να συγκυβερνήσουν με τους Πράσινους. Από την πλευρά του ωστόσο, ο γενικός γραμματέας του SPD Κέβιν Κούνερτ, επιμένει ότι το κόμμα του μπορεί να κυβερνήσει. «Η δική μου ανάγνωση είναι διαφορετική», λέει ο Κούνερτ στη δημόσια τηλεόραση (ARD). «Η κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Φιλελευθέρων ουσιαστικά έχασε τις εκλογές, υπάρχουν πολλά και διαφορετικά σενάρια για τον σχηματισμό κυβέρνησης, οπότε θα δούμε ποιος μπορεί να συγκεντρώσει την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία». Αυτό που εννοεί ο Κούνερτ είναι ότι, σε περίπτωση που δεν τα «βρουν» Χριστιανοδημοκράτες και Πράσινοι, ο δεύτερος των εκλογών, ο σοσιαλδημοκράτης Τόμας Κουτσάτι, θα μπορούσε να επωφεληθεί και να σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους. Το ενδεχόμενο αυτό δεν απορρίπτει κατηγορηματικά ούτε η υποψήφια των Πρασίνων, Μόνα Νόιμπαουρ, επισημαίνοντας ότι «θα μιλήσουμε με όλα τα δημοκρατικά κόμματα».
Σκωπτική η αντίδραση του Γιενς Σπαν, ηγετικού στελέχους της CDU και πρώην υπουργού: «Υποθέτω ότι η αντίδραση του κ.Κούνερτ οφείλεται στο σοκ, στο οποίο έχει περιέλθει. Όταν κάποιος δηλώνει ότι θέλει να κυβερνήσει, έχοντας μόλις επιτύχει το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία του, τότε δεν υπάρχει σωτηρία…». Πάντως και ο συμπροεδρεύων του SPD, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο ZDF, επιμένει ότι «η πλειοψηφία στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας επιθυμεί μία κυβέρνηση συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών με τους Πράσινους». Για «απογοητευτικό αποτέλεσμα» κάνει λόγο από την πλευρά του ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Υγείας Καρλ Λάουτερμπαχ, που ξεκαθαρίζει ότι «οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Πράσινοι είναι εκείνοι που κέρδισαν τις εκλογές. Πρώτα λοιπόν πρέπει να συνομιλήσουν τα κόμματα που κέρδισαν τις εκλογές και όλα τα άλλα έπονται». Ο ίδιος ο υποψήφιος του SPD Τόμας Κουτσάτι παραδέχθηκε ότι «το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που είχαμε φανταστεί». Την απογοήτευσή του εξέφρασε ο υποψήφιος του FDP Γιόαχιμ Σταμπ, που επισημαίνει ότι «δεν καταφέραμε να κινητοποιήσουμε τους ψηφοφόρους μας στον βαθμό που επιθυμούσαμε».
Παρελθόν η σοσιαλδημοκρατική παράδοση
Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία αποτελούσε παραδοσιακό προπύργιο των Σοσιαλδημοκρατών, καθώς εδώ, στην κοιλάδα του Ρουρ, χτυπούσε η «καρδιά» της βιομηχανικής Γερμανίας. Στη συνέχεια ωστόσο, όσο προχωρούσε η αποβιομηχάνιση και η μεγαλύτερη αστικοποίηση του κρατιδίου, οι Χριστιανοδημοκράτες άρχισαν να υπερέχουν. Μέχρι σήμερα η CDU είχε να επιδείξει δέκα νίκες σε τοπικές εκλογές, έναντι επτά του SPD. Ιδιαίτερα οδυνηρή ήταν η ήττα του σοσιαλδημοκράτη υποψηφίου και μετέπειτα υπουργού Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ στις τοπικές εκλογές τον Μάιο του 2005, μετά από 38 συναπτά έτη παντοδυναμίας του SPD. Το αποτέλεσμα αυτό οδήγησε τον τότε καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ στην απόφαση να ζητήσει πρόωρες εκλογές. ΄Ηταν η αρχή του τέλους για τον κυβερνητικό συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων στο Βερολίνο και το εφαλτήριο για την άνοδο της Άνγκελα Μέρκελ στην εξουσία.
Οι εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία ήταν η τρίτη- και πιο σημαντική μέχρι σήμερα- τοπική εκλογική αναμέτρηση στη Γερμανία μετά την «αλλαγή φρουράς» στην καγκελαρία τον Σεπτέμβριο του 2021. Στις τοπικές εκλογές στο κρατίδιο του Ζάαρ, τον Μάρτιο, οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν επιτύχει θριαμβευτική νίκη με 43,5%, ενώ την περασμένη Κυριακή ήταν η σειρά των Χριστιανοδημοκρατών να πανηγυρίσουν μία εντυπωσιακή πρωτιά στο κρατίδιο του Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν με 43,4%. Η σημερινή νίκη της CDU στέλνει μήνυμα στήριξης και προς τον επικεφαλής της χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης στο Βερολίνο, Φρίντιχ Μέρτς, ο οποίος μάλιστα κατάγεται από τη Βεστφαλία. Αρνητικό είναι το μήνυμα της κάλπης για τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Όλαφ Σολτς, ο οποίος είχε επενδύσει πολιτικό κεφάλαιο σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση.