«Δεν ζούμε, επιβιώνουμε», λέει υπάλληλος σε νοσοκομειακή υπηρεσία η οποία, όπως και σχεδόν το ένα τέταρτο του ενεργού πληθυσμού στην Πορτογαλία, αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, ένα από τα μεγάλα θέματα της προεκλογικής εκστρατείας για τις βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται την Κυριακή, 30 Ιανουαρίου.
«Μάθαμε να ζούμε με τα απολύτως αναγκαία! Είναι απογοητευτικό και θλιβερό», ομολογεί η Φερνάντα Μορέιρα, 40 ετών, η οποία εργάζεται σε ένα νοσοκομείο στα νότια προάστια της Λισαβώνας.
Η Φερνάντα, ο σύζυγος της οποίας έχει περίπου παρόμοιο μισθό, αμείβεται με τον κατώτατο μισθό αφότου ξεκίνησε την επαγγελματική της ζωή, πριν από 20 και πλέον χρόνια.
Ο μισθός της αυξάνεται ανάλογα με την ώθηση στον κατώτατο μισθό που θα δώσει η εκάστοτε κυβέρνηση.
Όπως εκείνη, σχεδόν 900.000 υπάλληλοι στην Πορτογαλία ζουν με τον κατώτατο μισθό που αυξήθηκε φέτος στα 822 ευρώ τον μήνα έναντι 589 ευρώ όταν οι σοσιαλιστές ανήλθαν στην εξουσία το 2015, σε συμμαχία με τη ριζοσπαστική αριστερά προκειμένου να αποκλείσουν τη δεξιά και να θέσουν τέλος στην πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας.
«Οι υπέρμαχοι της λιτότητας έλεγαν πως το πάγωμα των μισθών ήταν ο μοναδικός δυνατός δρόμος για να γίνουμε μια ανταγωνιστική χώρα, δεν είναι αυτή η δική μας συνταγή», δήλωσε η υπουργός Εργασίας, Άνα Μέντες Γκοντίνιο, σε μια συνέντευξη στην τηλεόραση του AFP.
«Δεν έχουμε δει ποτέ μια τόσο σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού», λέει η Αμέλια Κασκίνια Φερνάντες, μια 60χρονη οικιακή βοηθός στο αεροδρόμιο της Λισαβώνας, που αμείβεται κι αυτή με τον κατώτατο μισθό, εκφράζοντας την ικανοποίησή της που οι σοσιαλιστές «τήρησαν την υπόσχεσή τους».
Υπόσχεση για αυξήσεις κάθε χρόνο
Αν κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής, ο πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα έχει δεσμευθεί ότι θα εξακολουθήσει την αύξησή του κάθε χρόνο, προκειμένου να φθάσει τα 1.000 τον μήνα το 2026.
Όμως η ριζοσπαστική αριστερά, που υποστήριξε την κυβέρνηση μειοψηφίας του Κόστα, του ζητούσε περισσότερες προσπάθειες για την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης, καθώς ο πορτογαλικός κατώτατος μισθός είναι από τους πιο χαμηλούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εκτιμώντας πως η νέα αύξηση των 47 ευρώ φέτος δεν αρκεί, το Κομμουνιστικό Κόμμα καταψήφισε μαζί με το Μπλόκο της Αριστεράς, αλλά και ολόκληρη τη δεξιά αντιπολίτευση, τον προϋπολογισμό του 2022, οδηγώντας στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών.
Ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό διπλασιάστηκε μέσα σε δέκα χρόνια και «η Πορτογαλία ετοιμάζεται να μεταμορφωθεί σε μια χώρα κατώτατων μισθών», ανησυχεί ο Εουζένιο Ρόσα, οικονομολόγος που πρόσκειται στο Κομμουνιστικό Κόμμα και ο οποίος δημοσιοποίησε πρόσφατα μια έρευνα για το θέμα.
Σταθερός ο μέσος μισθός
Μια άλλη ανησυχία των ειδικών είναι πως η διαφορά ανάμεσα στον κατώτατο και τον μέσο μισθό, που ανέρχεται σε 1.160 ευρώ τον μήνα, δεν σταματά να μειώνεται.
«Οι επιχειρήσεις αύξησαν τους κατώτατους μισθούς γιατί ήταν υποχρεωμένες να το κάνουν από τον νόμο, αλλά άφησαν στην άκρη τους υπόλοιπους μισθούς», εξηγεί στο AFP ο Ζοάο Ντούκε, καθηγητής στο Ανώτατο Ινστιτούτο Οικονομίας στη Λισαβώνα.
Αν και συνεισέφερε στο να επανέλθει το ποσοστό της ανεργίας στο 6% περίπου, το επίπεδο προ πανδημίας, αυτή η στρατηγική συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας οικονομίας «χαμηλών μισθών» γύρω από δραστηριότητες όπως ο ξενοδοχειακός τομέας, ο τουρισμός ή οι κατασκευές.
Πάντα σύμφωνα με τον Ζοάο Ντούκε, η κατάσταση αυτή «ευνόησε την εξερχόμενη μετανάστευση των πλέον προσοντούχων, προς χώρες όπου θα αμείβονται καλύτερα, και την εισερχόμενη μετανάστευση λιγότερο προσοντούχου εργατικού δυναμικού».
Το θέμα του κατώτατου μισθού προκάλεσε επίσης αντεγκλήσεις ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον βασικό αντίπαλό του της κεντροδεξιάς, Ρούι Ρίο, έναν οικονομολόγο σύμφωνα με τον οποίο ο κατώτατος μισθός πρέπει να αυξάνεται ανάλογα με την παραγωγικότητα, η οποία στην Πορτογαλία είναι από τις πιο χαμηλές στην Ευρώπη.
Το θέμα των κατώτατων μισθών βρίσκεται επίσης στην ημερήσια διάταξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι χώρες μέλη της οποίας ενέκριναν στις αρχές Δεκεμβρίου μια κοινή θέση για περισσότερη διαφάνεια στον καθορισμό των κατώτατων μισθών, ώστε να συνδέεται με το επίπεδο του πλούτου και της παραγωγικότητας χωρίς ωστόσο να ορίζουν ένα ευρωπαϊκό ελάχιστο όριο.