Ανοιχτό άφησε ο Τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου το ενδεχόμενο να κηρυχθεί ΑΟΖ στην τουρκική υφαλοκρηπίδα ενώ στράφηκε και κατά των ΗΠΑ αναφορικά με τις βολές που εξαπέλυσε ο Τζο Μπάιντεν κατά της Τουρκίας για το ρόλο της χώρας στη Συρία.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών δήλωσε πως η Τουρκία έχει καθορίσει τα δυτικά σύνορα της πριν από το τουρκο-λυβικό μνημόνιο και αναφερόμενος σε όσους επιχειρούν να παραβιάσουν αυτή την γραμμή, είπε χαρακτηριστικά πως «εμείς τους εμποδίζουμε όπως κάναμε με Ελλάδα και Κύπρο»
Εντύπωση όμως προκάλεσε η απάντηση του σε ερώτηση για το αν προτίθεται η Τουρκία να ανοίξει ΑΟΖ στην ίδια περιοχή που έχει καθορίσει την υφαλοκρηπίδα της, λέγοντας πως ενδέχεται να κηρύξει ΑΟΖ όσον αφορά στην αλιεία και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να το κάνει σύντομα.
Ο άνθρωπος αγνοεί τι είναι ΑΟΖ και τι είναι υφαλοκρηπίδα.
Επίσης αγνοεί ότι για να ανακηρύξει ΑΟΖ πρέπει πρώτα να έχει υπογράψει και ψηφίσει η χώρα του το δίκαιο της θάλασσας (UNCLOS)
Επειδή ο Τσαβούσογλου λέει -και η χώρα του πράττει- εξωπραγματικές ανοησίες, να τους διαφωτίσουμε:
Τι είναι η ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη)
Σύμφωνα με τη Διεθνή Συνθήκη του ΟΗΕ περί Δικαίου της Θάλασσας (1982), δηλαδή τη γνωστή κι ως UNCLOS, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) θεωρείται η θαλάσσια έκταση εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και τον άνεμο.
Η ΑΟΖ εκτείνεται πέραν των χωρικών υδάτων μιας χώρας στα 200 ναυτικά μίλια.
Η ΑΟΖ αποτελεί απλό κυριαρχικό δικαίωμα, το οποίο αναφέρεται στη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους μέχρι και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (βυθός και υπέδαφος).
Η επιφάνεια είναι διεθνή ύδατα.
Δηλαδή, η έννοια της ΑΟΖ περιλαμβάνει και την υφαλοκρηπίδα.
Τι είναι η υφαλοκρηπίδα
Η υφαλοκρηπίδα, είναι τμήμα του παράκτιου βυθού της θάλασσας.
Σύμφωνα με την Ωκεανογραφία, ο ορισμός της είναι το τμήμα το οποίο αποτελεί την ομαλή προέκταση της ακτής κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ως το σημείο στο οποίο αυτή διακόπτεται απότομα.
Η υφαλοκρηπίδα διακόπτεται εκεί όπου ο βυθός αποκτά απότομη κλίση 30-45 μοιρών.
Το τμήμα με την απότομη κλίση ονομάζεται υφαλοπρανές.
Το πλάτος της υφαλοκρηπίδας ποικίλλει ανάλογα με τη μορφολογία της κάθε περιοχής.
Στη βάση του υφαλοπρανούς βρίσκεται το ηπειρωτικό ανύψωμα και από τα 2.500 μ. βάθος και πέρα αρχίζει η ωκεάνια άβυσσος.
Υφαλοκρηπίδα, υφαλοπρανές και ηπειρωτικό ανύψωμα συναποτελούν το υφαλοπλαίσιο.
Όταν η προέκταση αυτή της υφαλοκρηπίδας υπολογίζεται από ίχνη «ηπειρωτικής ακτής», τότε πρόκειται για ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα (continental shelf), ενώ όταν αυτή υπολογίζεται από ίχνη «νησιωτικής ακτής», τότε πρόκειται για νησιωτική υφαλοκρηπίδα (insular shelf).
Τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική υφαλοκρηπίδα, κατά το Γενικό Ιδιωτικό Δίκαιο, η κυριαρχία ανήκει στο κράτος όπου ανήκουν οι αντίστοιχες ακτές.
Η υφαλοκρηπίδα έχει μεγάλη οικονομική σημασία για τον άνθρωπο, αφού σχετίζεται με την αλιεία, την εξόρυξη υδρογονανθράκων κ.ά.
Επίσης, διότι συχνά βρίσκονται σε αυτήν ή κάτω από αυτήν ορυκτός πλούτος (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλα), καθώς και άβια και έμβια ακίνητα είδη (βενθικά είδη), όπως κοράλλια, σφουγγάρια κ.λπ.
Έτσι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την εκμετάλλευσή της.
Στον βαθμό που ανήκει στην αιγιαλίτιδα ζώνη (χωρικά ύδατα) του παράκτιου κράτους, η εκμετάλλευσή της ανήκει αναμφισβήτητα σε αυτό.
Πρόβλημα ανέκυψε στο Διεθνές Δίκαιο με την υφαλοκρηπίδα πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης, σχετικά με το αν και αυτή ανήκει στο πλησιέστερο παράκτιο κράτος ή αν καλύπτεται από την ελευθερία των θαλασσών που ισχύει στην ανοιχτή θάλασσα.
Η υφαλοκρηπίδα και το καθεστώς της σήμερα ορίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και παραχωρείται στο παράκτιο κράτος.
Για λόγους πρακτικούς και πολιτικούς, όμως, ο νομικός ορισμός της διαφέρει από τον γεωλογικό.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, ως υφαλοκρηπίδα ορίζεται κατά βάση ο βυθός της θάλασσας εντός ακτίνας 200 ναυτικών μιλίων από την ακτή.
Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τη γεωλογική μορφή του βυθού.
Σε περίπτωση όμως που το υφαλοπλαίσιο εκτείνεται και πέρα των 200 μιλίων από την ακτή, τότε η υφαλοκρηπίδα κατά το Διεθνές Δίκαιο προεκτείνεται είτε ως τα 350 ν.μ. είτε ως τα 100 ν.μ. πέραν της ισοβαθούς των 2.500μ., είτε ως τα 60 ν.μ. από τη βάση του ηπειρωτικού ανυψώματος.
Για πρώτη φορά στο Διεθνές Δίκαιο η υφαλοκρηπίδα ορίστηκε στη Διεθνή Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα του 1958.
Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η υφαλοκρηπίδα ενός κράτους εκτεινόταν στο τμήμα του θαλάσσιου βυθού που βρίσκεται γύρω από τις ακτές του και πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη μέχρι βάθους 200 μέτρων, εκτός αν ήταν εφικτή η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και σε μεγαλύτερο βάθος, οπότε εκτεινόταν ως το βάθος εκείνο.
Όπως κάθε Διεθνής Συνθήκη, έτσι και η Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 εφαρμόζεται.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει καμία συνθήκη για το δίκαιο της θάλασσας. Ούτε του 1958, ούτε του 1982. Πρόκειται για πειρατικό κράτος.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όμως, στην «υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας», έκρινε ότι ο ορισμός της υφαλοκρηπίδας με βάση τα άρθρα 1-3 της προγενέστερης Συνθήκης του 1958 για την υφαλοκρηπίδα αποτελούν πλέον διεθνές έθιμο και δεσμεύουν όλα τα κράτη του κόσμου, ανεξάρτητα από το αν έχουν προσχωρήσει στη Συνθήκη του 1958 ή όχι.
Το παράκτιο κράτος έχει συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας.
Στο παράκτιο κράτος ανήκουν, σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1982, τα ορυκτά του εδάφους και του υπεδάφους του βυθού, οι μη ζώντες οργανισμοί του βυθού, καθώς και οι ζώντες οργανισμοί του βυθού που ανήκουν στα καθιστικά είδη (είδη που δεν μπορούν να κινηθούν μόνα τους χωρίς συνεχή επαφή με τον βυθό).
Τα παράκτια αυτά δικαιώματα του κράτους τού ανήκουν αυτοδικαίως, ανεξάρτητα από την τήρηση οποιωνδήποτε διατυπώσεων (π.χ. δήλωσης, οριοθέτησης κ.λπ.) και είναι αποκλειστικά: ακόμα κι αν δεν τα ασκήσει το παράκτιο κράτος, δεν δικαιούται να τα ασκήσει κανένα άλλο κράτος.
Τα δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας δεν αφορούν και δεν επηρεάζουν το καθεστώς των υπερκειμένων υδάτων.
Στην πράξη, εφόσον η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται ως τα 200 ν.μ., τα υπερκείμενα ύδατα θα ανήκουν στην αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) του παρακτίου κράτους.
Πέραν των 200 ν.μ. από την ακτή, τα ύδατα αποτελούν την ανοιχτή θάλασσα, στην οποία ισχύει η ελευθερία των θαλασσών.
Τα νησιά, οι νησίδες, οι βραχονησίδες, οι σκόπελοι και ανορθωμένοι βράχοι, που περιβάλλονται μεν από θάλασσα πλην όμως δεν καλύπτονται από το χειμέριο κύμα ή τη μεγίστη πλύμη, έχουν κι αυτά υφαλοκρηπίδα.
Εξαίρεση αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, οι βραχονησίδες και οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινο πληθυσμό ή αυτόνομη οικονομική ζωή (καλλιέργεια ή κτηνοτροφία).
Αυτοί οι βράχοι έχουν μεν αιγιαλίτιδα ζώνη, δεν έχουν όμως δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα ή στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (αφού δεν υφίσταται επ΄ αυτών).
Το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας το 1969 αναγνώρισε ότι απόκλιση από τον κανόνα της υφαλοκρηπίδας δικαιολογείται μόνο για νησίδες, βράχους και ελαφρές προεξοχές της ακτής (islets, rocks and minor coastal projections / îlots, rochers ou légers saillants de la côte, σκέψη 57 της απόφασης), άρα, εξ αντιδιαστολής, οι εθιμικοί κανόνες για την ύπαρξη και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας που δεσμεύουν όλα τα κράτη ανεξάρτητα από διεθνείς Συνθήκες καλύπτουν και τα νησιά.
Η Τουρκία εκτός διεθνούς δικαίου
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Τουρκία δεν έχει υπογράψει καμία συνθήκη για το δίκαιο της θάλασσας. Ούτε του 1958, ούτε του 1982. Πρόκειται για πειρατικό κράτος.
Ελληνοτουρκική διαφορά ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας
Η έναρξη της διαφοράς σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τοποθετείται χρονικά στον Νοέμβριο του 1973, όταν η τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων χορήγησε άδειες για διεξαγωγή ερευνών επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Έκτοτε, οι επανειλημμένες τουρκικές απόπειρες παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας της έχουν αποτελέσει σοβαρότατο σημείο τριβής στις διμερείς σχέσεις, φέρνοντας τις δύο χώρες ακόμα και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (1974, 1976, 1987).
Το 1976, η Ελλάδα έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, λόγω της σοβαρότητάς του, και παράλληλα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η Τουρκία δεν την ακολούθησε, επικαλούμενη τη μη αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από αυτήν.
Το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσία του ζητήματος για τυπικούς λόγους, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας.
Οι δύο χώρες άρχισαν διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 1976, συνυπογράφοντας το γνωστό ως Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου.
Ο διάλογος, όμως, τερματίσθηκε άπρακτος το 1981, λόγω των συνεχών παλινδρομήσεων και της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας, οπότε εξέπνευσε παράλληλα και το Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο αφορούσε τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις και επομένως η ισχύς και η διάρκειά του τελούσαν σε άμεση συνάρτηση με εκείνες.
Τον Μάρτιο του 2002, στο πλαίσιο της διαδικασίας της ελληνο-τουρκικής προσέγγισης που εγκαινιάσθηκε το 1999, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια διαδικασία εμπιστευτικών Διερευνητικών Επαφών, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με σκοπό να διερευνηθεί εάν και κατά πόσον υπάρχει κοινό έδαφος και συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να καταλήξουν σε συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα.
Σε περίπτωση που διαφανεί ότι δεν καθίσταται δυνατή η εξεύρεση κοινού εδάφους εντός εύλογου χρόνου, η πάγια θέση της Ελλάδας, η οποία συνάδει απολύτως με το διεθνές δίκαιο και έχει τεθεί και ως κριτήριο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, είναι η παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), προκειμένου να μη διαιωνισθεί η διαφορά. Δεδομένου, όμως, ότι η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, απαιτείται ειδική συμφωνία (συνυποσχετικό) που θα αποτελέσει τη νομική βάση για τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ.
Οι θέσεις της Ελλάδας επί της ουσίας του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και των ορίων αυτής, βασίζονται στις προβλέψεις του ισχύοντος δικαίου της θαλάσσης, συμβατικού και εθιμικού και είναι οι εξής:
• Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπει κυριαρχικά δικαιώματα του παρακτίου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας, το εύρος της οποίας είναι τουλάχιστον 200 ν.μ., εφόσον το επιτρέπει η απόσταση μεταξύ των αντικειμένων ακτών.
Τα δικαιώματα αυτά του παρακτίου κράτους υφίστανται ipso facto και ab initio.
Η Ελλάδα κύρωσε την ως άνω Σύμβαση με τον Ν. 2321/1995, που βάσει του Συντάγματος υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, αλλά και ως νεώτερος νόμος κατισχύει παντός παλαιότερου.
• Σύμφωνα με το άρθρο 121 (2) της Σύμβασης Δικαίου της Θάλασσας, όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδας.
Οι ζώνες αυτές καθορίζονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της Σύμβασης, όπως αυτές εφαρμόζονται στις ηπειρωτικές περιοχές.
Ο γενικός αυτός κανόνας αποτελεί και εθιμικό δίκαιο, δεσμεύει, δηλαδή, και τα κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση.
Κατ’ εφαρμογή του κανόνα αυτού, όλα τα ελληνικά νησιά, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, έχουν υφαλοκρηπίδα.
• Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας τίθεται μόνον μεταξύ των αντικείμενων ακτών των ελληνικών νησιών που βρίσκονται απέναντι από την Τουρκία και των τουρκικών ακτών.
• Ως προς τη μέθοδο οριοθέτησης, πάγια θέση της χώρας μας αποτελεί ότι η οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών, συμπεριλαμβανομένης της υφαλοκρηπίδας, θα πρέπει να γίνει με βάση την αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής.
Συναφώς σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 156 του Ν 4001/2011 (ΦΕΚ Α΄ 179 – «για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις»), ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, το εξωτερικό όριο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας είναι η μέση γραμμή μεταξύ των ελληνικών ακτών και των ακτών που είναι παρακείμενες ή αντικείμενες σε αυτές.