Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έκλεισε τα μάτια και έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι, καθώς τα φέρετρα, τυλιγμένα με την αμερικανική σημαία, με τις σορούς των 11 Αμερικανών στρατιωτών οι οποίοι σκοτώθηκαν στη βομβιστική επίθεση της περασμένης Πέμπτης στην Καμπούλ, έφτασαν με στρατιωτικό αεροσκάφος στη βάση Ντόβερ του Ντέλαγουερ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, η πρώτη κυρία Τζιλ Μπάιντεν, ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν και πολλοί ανώτατοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι παρακολουθούσαν, σε στάση προσοχής και χαιρετίζοντας στρατιωτικά, καθώς Αμερικανοί στρατιώτες μετέφεραν τα φέρετρα των συναδέλφων τους έξω από το C-17.
Ακουγόταν κάποιος να κλαίει και μια γυναίκα λιποθύμησε τη στιγμή που οι σοροί φορτώνονταν στα φορτηγά που θα τις μετέφεραν στις ειδικές εγκαταστάσεις όπου θα γίνει η διαδικασία ταυτοποίησης και νεκροψίας-νεκροτομής.
Συνολικά, από τη επίθεση αυτοκτονίας έξω από το αεροδρόμιο της Καμπούλ, σκοτώθηκαν 13 στρατιώτες.
Οι σοροί των δύο άλλων στρατιωτών μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ με ιδιωτικά μέσα, κατόπιν αιτήματος των συγγενών τους.
Νωρίτερα σήμερα, ο Μπάιντεν και η σύζυγος του συναντήθηκαν με τις οικογένειες ορισμένων από τους πεσόντες.
Το Πεντάγωνο έδωσε το απόγευμα του Σαββάτου στη δημοσιότητα τα στοιχεία των 13 θυμάτων της επίθεσης.
Οι πέντε από αυτούς ήταν μόλις 20 ετών, γεννήθηκαν δηλαδή την ίδια χρονιά που ξεκίνησε ο πιο μακροχρόνιος πόλεμος των ΗΠΑ, το 2001.
Η ιστορία μιας 23χρονης στρατιωτίνας έχει επίσης προκαλέσει μεγάλη συγκίνηση στη χώρα, αφού μόλις μία εβδομάδα πριν πέσει νεκρή είχε φωτογραφηθεί με ένα μωρό στην αγκαλιά της, κατά τη διάρκεια της χαοτικής επιχείρησης εκκένωσης της Καμπούλ.
Καθώς απομένουν μόνο 48 ώρες για να ολοκληρωθεί η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν «εργαζόμαστε ακατάπαυστα αυτές τις ημέρες» για να βγάλουμε τους Αμερικανούς πολίτες που θέλουν να φύγουν από τη χώρα, δήλωσε νωρίτερα ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν.
Σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο της αμερικανικής διπλωματίας, πρόκειται για περίπου 250 Αμερικανούς πολίτες.
Άλλοι 280 δεν έχουν ακόμη αποφασίσει αν θέλουν να φύγουν ή όχι.
Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, ο Τζέικ Σάλιβαν, διαβεβαίωσε πάντως στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox ότι όσοι επιλέξουν να μείνουν «δεν θα εγκλωβιστούν στο Αφγανιστάν».
Περίπου 114.400 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων σχεδόν 5.500 Αμερικανοί πολίτες έφυγαν από το Αφγανιστάν με την τεράστια αερογέφυρα που στήθηκε στις 14 Αυγούστου, παραμονή της εισόδου των Ταλιμπάν στην Καμπούλ.
Η χαοτική διαχείριση αυτής της επιχείρησης και ο βαρύς απολογισμός της επίθεσης της Πέμπτης προκαλούν τριγμούς στην κυβέρνηση του Μπάιντεν.
«Πρόκειται για μια από τις χειρότερες αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική, στην ιστορία της Αμερικής», κατήγγειλε ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, Μιτς Μακόνελ.
«Ήταν χειρότερα και από τη Σαϊγκόν», το 1975 «επειδή όταν εγκαταλείψαμε τη Σαϊγκόν δεν απέμεναν Βιετναμέζοι τρομοκράτες που να σκόπευαν να μας επιτεθούν εδώ, στο έδαφός μας», πρόσθεσε ο Μακόνελ, ο οποίος είχε ταχθεί κατά της αποχώρησης από το Αφγανιστάν από την εποχή μάλιστα που διαπραγματευόταν με τους Ταλιμπάν ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Μπεν Σάσι, άλλος Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής, δυσκολευόταν να συγκρατήσει την οργή του σε συνέντευξη που παραχώρησε το πρωί στο τηλεοπτικό δίκτυο ABC.
«Ο Τζο Μπάιντεν έθεσε σε κίνδυνο τους στρατιώτες μας επειδή δεν είχε σχέδιο για την εκκένωση.
»Είμαστε σε κίνδυνο επειδή ο πρόεδρος στάθηκε απίστευτα αδύναμος, εγκαταλείποντας τη βάση Μπάγκραμ» τον Ιούλιο.
Η βάση αυτή, που απέχει 50 χιλιόμετρα βορείως της Καμπούλ, ήταν μέχρι τότε το νευραλγικό κέντρο των επιχειρήσεων του διεθνούς συνασπισμού στο Αφγανιστάν.