Ερευνητές του Πανεπιστημίου Λούντβιχ Μαξιμίλιαν του Μονάχου αμφιβάλλουν για το αν τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν κατά περιόδους για την αντιμετώπιση της πανδημίας συνέβαλαν πραγματικά στην μείωση του αριθμού των κρουσμάτων κορωνοϊού και στη γενική βελτίωση της κατάστασης, επικαλούμενοι στατιστικές τους από τον περασμένο Νοέμβριο.
Στην «16η έκθεση Codag για την κατάσταση της επιδημίας», οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μονάχου όχι μόνο εξέτασαν την επίδραση των μέτρων του ισχύοντος «ομοσπονδιακού φρένου έκτακτης ανάγκης», το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή από τις 23 Απριλίου, αλλά και των μέτρων τα οποία ελήφθησαν κατά το λεγόμενο lockdown light από τις 2 Νοεμβρίου 2020, καθώς επίσης και κατά την περίοδο αυστηροποίησής αυτού του lockdown από τις 16 Δεκεμβρίου 2020.
Εξετάστηκε η εξέλιξη της λεγόμενης τιμής R, του δείκτη μεταδοτικότητας του κορωνοϊού, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να διαπιστώσουν άμεση σχέση μεταξύ των μέτρων που έλαβε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και της μείωσης των ποσοστών μόλυνσης.
Η μείωση του αριθμού των κρουσμάτων είχε κατά κανόνα ήδη αρχίσει πριν ληφθούν τα περιοριστικά μέτρα.
Ακόμα κι αν αυτά συνέβαλαν θετικά, δεν αποτελούν τον πραγματικό λόγο βελτίωσης της κατάστασης, κατά τους ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μονάχου.
Στη μελέτη τους, εξέτασαν επίσης τον ρόλο των σχολείων στη διαδικασία μόλυνσης.
Με δείκτη θετικότητας 165, η διδασκαλία με φυσική παρουσία στα γερμανικά σχολεία έπρεπε να ανασταλεί και με δείκτη θετικότητας 100 χρησιμοποιήθηκαν εναλλακτικά εκπαιδευτικά μοντέλα διδασκαλίας.
Αλλά ακόμη και όταν επιστρέφουν οι μαθητές στην τάξη, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, παίζουν μόνο δευτερεύοντα ρόλο στη διαδικασία μόλυνσης.
Αντίθετα, τα τακτικά διαγνωστικά τεστ στα σχολεία συνέβαλαν θετικά, διότι με αυτόν τον τρόπο κατέστη δυνατόν να μειωθεί ο μη καταγραφόμενος αριθμός λοιμώξεων.