Στην αλλαγή τόνου και κατεύθυνσης των συνήθως ήπιων δηλώσεων των διεθνών διπλωματών, αλλά και πρόσφατα ακόμη των ίδιων των ηγετών, αναφέρεται ο Dominique Moïsi, ειδικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Montaigne και αρθρογράφος της εφημερίδας Les Echos επισημαίνοντας τον κίνδυνο για περαιτέρω «κλίμα υστερίας» μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Αναφέρεται στον χαρακτηρισμό του Βλαντιμίρ Πούτιν ως «δολοφόνου» από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, σε αυτόν του Κινέζου πρέσβη στο Παρίσι εναντίον Γάλλου ερευνητή, αλλά και στις δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν για τον Εμανουέλ Μακρόν, ως προς το οποίο και παρατηρεί:
«Πρέπει να προσθέσουμε σε αυτήν τη σύντομη ανθολογία της διπλωματικής γλώσσας, τη συνέχιση των εντάσεων μεταξύ της Τουρκίας του Ερντογάν και της Γαλλίας του Μακρόν.
»Ακόμα κι αν και από τις δύο πλευρές, ομολογουμένως αντιφατικές, φαίνεται να επιδιώκεται κατευνασμός, ο Πρόεδρος Mακρόν, σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του, δεν κατηγόρησε την Τουρκία, ότι ετοιμάζεται να παρέμβει στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2022;
»Αναμφίβολα, αποσκοπεί στο να αποτρέψει τους Τούρκους να συμπεριφέρονται όπως οι Ρώσοι απέναντι στην Αμερική».
Υπενθυμίζει την εποχή που η διπλωματία ήταν μια αθόρυβη τέχνη, που προϋπόθετε γλωσσική δεξιοτεχνία, τονίζει, ότι το να υπερασπίζεσαι την άποψή σου, δεν σημαίνει συστηματική προσβολή του άλλου, φέροντας ως παράδειγμα τον Xένρι Κίσιγνκερ.
Κατά την άποψή του, το να αναπολούμε «σπουδαίους διπλωμάτες του χθες» δεν έχει νόημα, καθώς ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ ριζικά, αλλά παρ’ όλα αυτά και ο απόλυτος κυνισμός δεν είναι η καλύτερη πυξίδα.
Από την άλλη πλευρά θεωρεί δικαιολογημένο το να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε, πώς καταφέραμε να φθάσουμε σε μια τέτοια μετατόπιση της «διπλωματικής τέχνης», διερωτώμενος, αν οι διπλωμάτες είναι όπως οι νέοι Κινέζοι «λύκοι μαχητές», που ακολουθούν αυστηρά τις οδηγίες επιθετικότητας, αν όχι βιαιότητας της γλώσσας, που δίνεται από την ηγεσία τους;
Κατά τη γνώμη του, για να γίνει κατανοητή η «αγριότητα» της διπλωματικής γλώσσας, μπορεί να επισημανθεί ο αντίκτυπος της επανάστασης στην επικοινωνία, ακόμη και το κλίμα αυξημένης έντασης, που δημιουργείται λόγω της πανδημίας, αλλά η κύρια εξήγηση βρίσκεται στην επιστροφή της αντιπαράθεσης μεταξύ των «μεγάλων» στο πεδίο των ιδεών.
Εκτιμά, ότι η αλλαγή τόνου και ακόμη περισσότερο κατεύθυνσης του Joe Biden έναντι της Ρωσίας, δεν σηματοδοτεί μόνο την διαφορά του από τον Donald Trump, αλλά και την επιστροφή της Αμερικής των αξιών, το οποίο του επιτρέπει να στείλει και ένα σαφές μήνυμα στην Κίνα, ως προς τη μοίρα των Ουιγούρων, αλλά και γενικότερα ένα σήμα, που προορίζεται να είναι ισχυρό προς όλα τα δεσποτικά καθεστώτα που καταπιέζουν τους λαούς τους, κυρίως σήμερα, τους Βιρμανούς στρατηγούς.
Θεωρεί, ότι αυτή η αφύπνιση της «Αμερικής των αξιών» συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που η Κίνα είναι λιγότερο έτοιμη να την αποδεχθεί, υποστηρίζοντας, ότι στη νόμιμη αντίστασή του στις κινεζικές προκλήσεις, ο δυτικός κόσμος πρέπει να αντισταθεί στον πειρασμό της λεκτικής κλιμάκωσης, καθώς, όπως αναφέρει, δεν είναι αυτός που μιλάει πιο δυνατά που κερδίζει, αλλά εκείνος του οποίου τα αποτελέσματα και η πρόοδος είναι τα πιο πειστικά.
Εκτιμά, ότι «ο καλύτερος τρόπος για την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίσουν τις κινεζικές και ρωσικές προκλήσεις είναι να δείξουν ενότητα και εμπιστοσύνη στον εαυτό τους». Για τον ίδιον, πρέπει ωστόσο να ληφθούν υπόψη τα μαθήματα της ιστορίας, ως προς το οποίο και αναφέρει:
«Μπορεί να μην είναι σωστό το να πούμε στους Κινέζους, ότι «ούτε η Ευρώπη, ούτε η Γαλλία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χαλάκια».
Δεν είμαστε εμείς οι Δυτικοί μεταφορικά, αν όχι πραγματικά, που σκουπίζαμε τα πόδια μας σε κινεζικά χαλιά (τα οποία κλέψαμε επίσης), όταν συμπεριφερόμασταν ως οι απόλυτοι αφέντες της Κίνας από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα;
Οι Κινέζοι μας αντιμετωπίζουν όπως τους αντιμετωπίσαμε, πολύ χαρούμενοι για την εδραίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών τους, τονίζοντας την δύναμή τους, με βάση τις αδυναμίες μας».
Στη φάση της «δυστυχισμένης παγκοσμιοποίησης», αν όχι στην αρχή της από-παγκοσμιοποίησης που περνάμε, οι εθνικισμοί εκρήγνυνται.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο «άλλος» είναι ο ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος, με κίνδυνο, προσβάλλοντας συνεχώς, να προωθείται ή άνοδος των αντί-Ασιατικών και των αντί-λευκών αντανακλαστικών, αναφέρει καταλήγοντας ο Dominique Moïsi.