Συνολική αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής στην Μέση Ανατολή ανακοίνωσε η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, με την επανεξέταση της στρατιωτικής υποστήριξης προς τις μοναρχίες του Κόλπου και για εκπεφρασμένη πρόθεση για την υπό όρους επανάληψη του διαλόγου με το Ιράν, η οποία «θα πάρει κάποιον χρόνο».
Το μέλλον της διεθνούς συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, η οποία τορπιλίσθηκε από την κυβέρνηση Τραμπ, αποτελεί μία από τις πλέον πιεστικές προτεραιότητες στην διεθνή σκηνή.
Εξάλλου, ο Τζο Μπάιντεν θεωρεί ότι η διάσωση της συμφωνίας για να αποφευχθεί η εμφάνιση του Ιράν ως πυρηνικής δύναμης αποτελεί βασική προτεραιότητα.
Όμως, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν έθεσε όρους.
«Ο πρόεδρος Μπάιντεν είπε ξεκάθαρα ότι, αν το Ιράν τηρήσει και πάλι πλήρως τις δεσμεύσεις του» βάσει της συμφωνίας του 2015, «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πράξουν το ίδιο», δήλωσε την Πέμπτη κατά τη διάρκεια της πρώτης του συνέντευξης Τύπου.
«Το Ιράν έχει σταματήσει να τηρεί τις δεσμεύσεις που απορρέουν από την πυρηνική συμφωνία σε διάφορα μέτωπα.
»Θα πάρει κάποιον χρόνο, εάν λάβει αυτήν την απόφαση, να επιστρέψει στην τήρηση των δεσμεύσεων και θα χρειασθεί επίσης χρόνος ώστε να μπορέσουμε να αποτιμήσουμε αν τηρεί τις υποχρεώσεις του.
»Απέχουμε από αυτό, είναι το λιγότερο που μπορώ να πω», προειδοποίησε.
Η Τεχεράνη απαιτεί αντίθετα από την Ουάσιγκτον να κάνει το πρώτο βήμα αίροντας, πριν γίνει οτιδήποτε άλλο, τις κυρώσεις κατά της Τεχεράνης.
Ο Άντονι Μπλίνκεν, ο οποίος συνομίλησε χθες με τους ομολόγους του της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Βρετανίας, που έχουν επίσης συνυπογράψει την συμφωνία του 2015, δεν έδωσε σαφή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει να διαχειρισθεί αυτήν την σπαζοκεφαλιά.
Η Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και οι άλλοι ευνοημένοι της πολιτικής Τραμπ
«Στην συνέχεια, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το σημείο εκκίνησης, μαζί με τους συμμάχους και τους εταίρους μας, για να οικοδομήσουμε αυτό που ονομάζουμε μία περισσότερο βιώσιμη και ισχυρή συμφωνία για την διαχείριση πολλών άλλων προβληματικών στην σχέση με το Ιράν θεμάτων», επανέλαβε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες.
«Αλλά απέχουμε από αυτό».
Παράλληλα, ο Άντονι Μπλίνκεν ξεκίνησε την επανεξέταση των επίμαχων αποφάσεων της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης
Πρώτο θεαματικό βήμα: η αναστολή των πωλήσεων όπλων που βρίσκονται σε εξέλιξη, ώστε να γίνει επανεξέταση των αποφάσεων αυτών για να διασφαλισθεί ότι ανταποκρίνονται σε «στρατηγικούς στόχους», ανακοίνωσε χθες το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Μεταξύ των προγραμμάτων που έχουν παγώσει με απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν, η προμήθεια οπλικών συστημάτων ακριβείας στην Σαουδική Αραβία και κυρίως η πώληση 50 καταδιωκτικών αεροσκαφών F-35 στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Το Ριάντ, με την υποστήριξη του Αμπού Ντάμπι, ηγείται στρατιωτικού συνασπισμού που υποστηρίζει την κυβέρνηση της Υεμένης στον πόλεμο με τους αντάρτες Χούτι, που υποστηρίζονται από την Τεχεράνη.
Ο Άντονι Μπλίνκεν δεσμεύθηκε την περασμένη εβδομάδα να τερματίσει την αμερικανική υποστήριξη σε αυτόν τον συνασπισμό, υπεύθυνο για σειρά καταχρήσεων κατά των αμάχων της Υεμένης.
Χθες δήλωσε ότι ο συνασπισμός έχει συμβάλει σε αυτό που συχνά θεωρείται η χειρότερη ανθρωπιστική κρίση του σημερινού κόσμου.
Στην ίδια συνέντευξη Τύπου, επιβεβαίωσε την επείγουσα επανεξέταση της καταχώρησης των Χούτι στην μαύρη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων των ΗΠΑ, κίνηση που έχει επικριθεί από όλες τις πλευρές διότι εμποδίζει την μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στα εδάφη που ελέγχονται από τους αντάρτες.
Οι αποφάσεις αυτές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής οδηγούν σε σημαντικές μεταβολές στην ισορροπία των αμερικανικών συμμαχιών, αφού η κυβέρνηση Τραμπ είχε αναγορεύσει την Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ σε πυλώνες της μεσανατολικής του πολιτικής κατά του Ιράν.
Η αναστολή της πώλησης των F-35 στα Εμιράτα αποτελεί επίσης εμβληματική απόφαση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, διότι αποφασίσθηκε το φθινόπωρο, έπειτα από πολυετή αντίσταση της Ουάσιγκτον, σε αντάλλαγμα της αναγνώρισης του Ισραήλ.
Η ιστορική εξομάλυνση των σχέσεων με το κράτος του Ισραήλ, την οποία ο Τραμπ απέσπασε in extremis από τα Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν, επικροτήθηκε από τον Άντονι Μπλίνκεν, ο οποίος προειδοποίησε ωστόσο ότι έχει ήδη ξεκινήσει να εξετάζει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ουάσιγκτον για να αποσπάσει αυτές τις συμφωνίες, ώστε να αποκτήσει «εξαντλητική κατανόηση» του θέματος.