Ανεξέλεγκτο αποδεικνύεται το β’ κύμα του κορωνοϊού σ’ όλο τον κόσμο, καθώς ολοένα και περισσότερες χώρες προχωρούν στη λήψη νέων περιοριστικών μέτρων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη τάση των κρουσμάτων.
Από την επόμενη εβδομάδα, η Γαλλία τίθεται σε καθεστώς lockdown, ανάλογο της περιόδου Μαρτίου-Απριλίου, με μοναδική διαφορά ότι αυτή τη φορά τα σχολεία θα συνεχίσουν να λειτουργούν κανονικά.
Σε μερικό lockdown προχωράει και η Γερμανία, η οποία από τη Δευτέρα και για τουλάχιστον έναν μήνα θα επιτρέπει μόνο τις επαφές και τις συναντήσεις μελών από δύο διαφορετικά νοικοκυριά. Κλειστός θα παραμείνει και ο κλάδος της εστίασης.
Αντίστοιχα μέτρα θα εφαρμόσει και η κυβέρνηση του Βελγίου, αλλά και άλλων κρατών της Γηραιάς Ηπείρου, η οποία καλείται να λάβει εγκαίρως μέτρα, προκειμένου να προλάβει την περίοδο των Χριστουγέννων.
Στόχος άλλωστε, είναι να περιοριστεί εντός του Νοεμβρίου ο αριθμός των κρουσμάτων, ώστε έως τα μέσα Δεκεμβρίου να έχει βελτιωθεί η επιδημιολογική κατάσταση, επιτρέποντας τη λειτουργία των εορταστικών αγορών.
Πληροφορίες για επερχόμενο lockdown διακινούνται και στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον πρωθυπουργό, Μπόρις Τζόνσον, να προσανατολίζεται στο κλείσιμο των επιχειρήσεων και των καταστημάτων, τα οποία δεν κρίνονται ως «απολύτως απαραίτητα».
Στο μεταξύ, οι χώρες της Ευρώπης ανακοινώνουν κάθε ημέρα κι ένα νέο ρεκόρ κρουσμάτων.
Το πρωί του Σαββάτου, χαρακτηριστικά, η Γερμανία γνωστοποίησε ότι κατέγραψε για πρώτη φορά πάνω από 19.000 ημερήσια περιστατικά Covid-19.
Εξίσου δυσμενής είναι η κατάσταση σε Ιταλία και Ισπανία, δύο χώρες που είχαν πληγεί σημαντικά και στο α’ κύμα της πανδημίας.
Αμφότερες μάλιστα, έχουν ήδη επιβάλει απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τις νυχτερινές ώρες, ενώ έχουν περιορίσει σημαντικά το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων.
Την ίδια ώρα, οι ανησυχίες για ένα πανευρωπαϊκό lockdown έχουν προκαλέσει τριγμούς στις Βρυξέλλες, καθώς δεν αποκλείεται τα περιοριστικά μέτρα να οδηγήσουν σε νέα ύφεση της οικονομίας.
Κι αυτό, ενώ ήδη παρατηρούνται σημαντικές καθυστερήσεις στην ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ.