Ο Μάρτιν Έρντμαν (Martin Erdmann), μέχρι πρότινος πρέσβης της Γερμανίας στην Τουρκία (2015-Ιούλιος 2020), σε άρθρο γνώμης στη Frankfurter Allgemeine Zeitung, «θάβει» τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αλλά επισημαίνει ότι θεωρεί την Τουρκία «άγκυρα σταθερότητας» στην περιοχή και για αυτό καλεί όλους μας να κάνουμε… υπομονή μέχρι την επόμενη ημέρα στη γείτονα χώρα, η οποία προσδοκά να είναι χωρίς τον Ερντογάν στην εξουσία.
Η ανάλυσή του είναι χαρακτηριστική για το πώς βλέπουν οι Γερμανοί την Τουρκία. Πόσο σημαντική τη θεωρούν για τα συμφέροντά τους και προσπαθούν να πείσουν και τους υπόλοιπους ότι αυτό το περιφερειακό πρόβλημα, γνωστό κι ως «ανατολικό ζήτημα» ή «τουρκικό πρόβλημα», είναι «άγκυρα σταθερότητας».
Ο Γερμανός διπλωμάτης δεν δείχνει να αποδέχεται ότι η σημερινή Τουρκία -μετά από 20 χρόνια ισλαμιστικού καθεστώτος- έχει μεταλλαχθεί, έχει απομακρυνθεί από την κοσμικότητα. Θεωρεί ότι εάν αλλάξει η διακυβέρνησή της θα… επανέλθει σε κάποια κανονικότητα.
Βεβαίως αυτή η υποτιθέμενη κανονικότητα μιας κοσμικής Τουρκίας είναι μασκάρεμα.
Η Τουρκία δεν υπήρξε ποτέ δημοκρατικό κράτος, ήταν πάντα ένα αυταρχικό καθεστώς, ανεξάρτητα εάν στην εξουσία βρίσκονται κεμαλικοί ή ισλαμιστές.
Είναι η υποτιθέμενη κοσμική Τουρκία που επανειλημμένα παραβίασε τη Συνθήκη της Λωζάνης, που έκανε τα πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, την εισβολή στην Κύπρο, τα Ίμια κ.α.
Είναι οι στρατιώτες της κοσμικής Τουρκίας που αποκεφάλιζαν Κούρδους αυτονομιστές.
Υπενθυμίζουμε ότι η ανάληψη της εξουσίας από τον Ερντογάν, το 2003, είχε δημιουργήσει στην Αθήνα ελπίδες μιας «επόμενης ημέρας» απαλλαγμένης από την επιθετικότητα των στρατηγών της Άγκυρας.
Ποιων στρατηγών; Των κεμαλικών «κοσμικών», των φιλοδυτικών, αυτών που και τώρα πάλι προβάλλονται ως «κανονικοί» απέναντι στους ισλαμιστές.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ κοσμικής και ισλαμικής Τουρκίας.
Η διεκδίκηση νησιών στο Αιγαίο, η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε μια σειρά από νησιά και νησίδες, δεν ξεκίνησε από τους ισλαμιστές αλλά από την κεμαλική «κοσμική» αντιπολίτευση.
Δεν αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ποια άλλη Τουρκία προσδοκά ο Γερμανός διπλωμάτης να δει την επόμενη ημέρα μετά τον Ερντογάν, η Τουρκία δεν αλλάζει και θα πάψει να αποτελεί απειλή μόνο εάν διαμελιστεί.
Διαβάστε τι έγραψε ο Γερμανός διπλωμάτης Μάρτιν Έρντμαν:
Η Τουρκία, υπό την ηγεσία του Προέδρου της Ταγίπ Ερντογάν, εδώ και αρκετό καιρό παρουσιάζει μια ολοένα και πιο ενοχλητική εικόνα, που έχει προκαλέσει σημαντική ανησυχία στην περιοχή:
Ανεξέλεγκτη καταστολή στο εσωτερικό της χώρας και επιθετική ρητορική μέχρι και στρατιωτικά «παιχνίδια με τη φωτιά» στο εξωτερικό.
Η πρώτη χαρακτηρίζεται από την εκτεταμένη κατάργηση των δημοκρατικών ελευθεριών, την πολιτικοποιημένη Δικαιοσύνη και την εξάλειψη της ελευθερίας του Τύπου και της Κοινωνίας Πολιτών.
Στην εξωτερική πολιτική κυριαρχεί η πύρινη ρητορική, η πολιτική των κανονιοφόρων στο Αιγαίο έναντι της Ελλάδας, η περίεργη μονόπλευρη χάραξη θαλασσίων συνόρων κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου της θάλασσας στην Ανατολική Μεσόγειο και οι διεθνώς καταδικασθείσες δοκιμαστικές γεωτρήσεις για ορυκτές πηγές ενέργειας στα χωρικά ύδατα της Κύπρου και όχι μόνον.
Η λίστα συνεχίζεται, με τις λέξεις-κλειδιά να είναι η Συρία και η Λιβύη.
Οι εκπρόσωποι της Δημοκρατίας του Erdogan αναφέρουν ως δικαιολογία για την αυταρχική εσωπολιτική ατζέντα την φερόμενη ως ακόμη αναγκαία μάχη ενάντια στο «βαθύ κράτος» και στους υποστηρικτές της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016.
Στην πραγματικότητα, το κίνητρο θα μπορούσε να αναζητηθεί στη διατήρηση της εξουσίας ενός πολιτικού συστήματος, που κάποτε ξεκίνησε την πορεία του με πολλές υποσχέσεις.
Σήμερα, μετά από σχεδόν 20 χρόνια, αυτό το σύστημα έχει κλονιστεί από τα τυπικά συμπτώματα της νόσου των αυταρχικών καθεστώτων.
Γιατί όμως επιδεικνύεται αυτή η συμπεριφορά στην εξωτερική πολιτική, η οποία τρομάζει τόσο πολύ τους γείτονες της Τουρκίας και αναγκάζει την Ευρώπη να αντιδράσει με τρόπο που στην πραγματικότητα δεν θα επιθυμούσε;
Μερικοί παρατηρητές ρίχνουν το φταίξιμο στις νεο-οθωμανικές φαντασιώσεις, άλλοι τη θεωρούν έκφραση της επιδίωξης να διαμορφωθεί διαφορετικά η μεγάλη σκιά της Ιστορίας, δηλαδή η χάραξη των συνόρων από τη Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, το ιδρυτικό έγγραφο της σύγχρονης Τουρκίας.
Στην πραγματικότητα, ο επιθετικός τόνος στις εξωτερικές σχέσεις που καταγράφεται εδώ και ένα χρόνο είναι πιθανό να έχει τα ίδια εσωπολιτικά κίνητρα με την εξουδετέρωση των δημοκρατικών αρχών:
Δηλαδή την απελπισμένη προσπάθεια να επιδειχθεί αποφασιστικότητα και στήριξη του κυβερνώντος AKP, του «Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» υπό τον Ερντογάν.
Γιατί τα συστατικά της ενότητας, τα οποία έχουν αντίκτυπο μέχρι βαθιά στον πυρήνα του αντιπολιτευόμενου CHP, είναι η εθνικιστική ρητορική και το «ακόνισμα του σπαθιού» ενάντια σε όλους τους εχθρούς «εκεί έξω», συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής ανάφλεξης με την Ελλάδα.
Αυτό το γλυκό δηλητήριο έχει επί δεκαετίες καταδείξει την αξιόπιστη δράση του, όταν αυτό χρειαστεί.
Το γεγονός ότι η συμπεριφορά της ηγεσίας μιας χώρας που είναι σε κάθε περίπτωση επισήμως υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ, προκαλεί προβλήματα στην ίδια –ή, πιο συγκεκριμένα, σε όλους στην Τουρκία, τόσο στους ολοένα και λιγότερους υποστηρικτές του συστήματος Ερντογάν, όσο και στους πολιτικούς αντιπάλους τους- αποτελεί τίμημα που έχει συνυπολογιστεί.
Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτήν την κατάσταση οι «εταίροι» της Τουρκίας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ;
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες στο τέλος αυτής της εβδομάδας θα κληθεί να δώσει απαντήσεις ως προς αυτό -όχι εύκολο έργο, δεδομένου του ευρέος φάσματος των συναισθημάτων!
Ορισμένες πρωτεύουσες απαιτούν την πλήρη κατάρρευση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. (Παρίσι, Βιέννη) και το τέλος της πολιτικής «υποκρισίας» και των χαμηλών τόνων έναντι της Άγκυρας. Άλλοι (Αθήνα, Λευκωσία) επιλέγουν τις αυστηρές κυρώσεις.
Ωστόσο, αυτές οι προτάσεις επιφυλάσσουν και ανεπιθύμητες παρενέργειες για την ίδια την ΕΕ.
Και οι δύο είναι πιθανό να εξανεμιστούν χωρίς αποτελέσματα ή ακόμη και να δώσουν ώθηση στην προπαγανδιστική αφήγηση της ηγεσίας στην Άγκυρας για τους «εχθρούς της Τουρκίας».
Αυτό σε κάθε περίπτωση καταδεικνύουν οι εμπειρίες του παρελθόντος.
Τι θα πρέπει επομένως να γίνει; Η απάντηση μπορεί μόνο να είναι: Να στρέψουμε το βλέμμα μπροστά, πέρα από τον ορίζοντα της υπόλοιπης ζωής του συστήματος Ερντογάν, να διαχειριστούμε τις δυσκολίες και τις υπερβολικές απαιτήσεις του και να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να μετριάσουμε περαιτέρω κλιμακώσεις.
Ωστόσο, αν είναι απαραίτητο, να λάβουμε σαφή και αυστηρή θέση!
Η συνταγή δεν ακούγεται πολύ φιλόδοξη, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί ένα σισύφειο έργο, και συχνά συνδέεται με την παραίτηση από την επίτευξη άλλων στόχων.
Μία τέτοια πολιτική θα προκαλούσε έντονες συζητήσεις και εντός της ΕΕ και στο εσωτερικό των κρατών-μελών.
Επιπλέον, προϋποθέτει σταθερότητα, μία επιπρόσθετη δυσκολία δεδομένης της σε ορισμένες χώρες έντονα συναισθηματικά φορτισμένης πολιτικής έναντι της Τουρκίας.
Η στρατηγική προσοχή θα πρέπει να στραφεί στην «επόμενη μέρα» -δηλαδή την ημέρα, κατά την οποία η τωρινή ηγεσία της Τουρκίας θα πάψει να υπάρχει.
Δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνία ως προς αυτό, αλλά εδώ και αρκετό καιρό τα σημάδια της αποσύνθεσης του εν ενεργεία συστήματος είναι χειροπιαστά.
Διότι ακόμα και μετά την «ημέρα X», η Τουρκία θα παραμείνει γείτονάς μας, συνεργάτης και άγκυρα σταθερότητας σε μια από τις πιο ανήσυχες περιοχές του κόσμου.
Και οι άνθρωποι στην Τουρκία θα είναι οι ίδιοι στο μέλλον, όπως και σήμερα.
Δεν δικαιούμαστε λόγω των δυσκολιών του παρόντος να απογοητεύσουμε τις ελπίδες και τις επιθυμίες τους για μια μακροπρόθεσμη, ευημερούσα συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας.