Η Κίνα αντιμετωπίζει ήδη βαριές κατηγορίες για την απόπειρα συγκάλυψης των κινδύνων από τον νέο κορωνοϊό, παραπλανώντας τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ιδιαίτερα στην πρώτη και πλέον κρίσιμη φάση εκδήλωσης της νόσου.
Παρόλο που η έξαρση της πανδημίας μαίνεται σε όλο τον κόσμο, η διαδικασία απόδοσης ευθυνών έχει κιόλας ξεκινήσει.
Στις ΗΠΑ πολλαπλασιάζονται οι πολιτικοί, ακόμη και στελέχη του στενού κύκλου συνεργατών του Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίοι καταγγέλλουν την εγκληματικά ανεύθυνη στάση των Κινέζων κρατικών αρμοδίων.
Και καλούν τον Πρόεδρο να μειώσει την οικονομική ενίσχυση στον «αναξιόπιστο» ΠΟΥ, κάτι που, εάν συμβεί, θα κλονίσει ακόμη και τη βιωσιμότητα του Οργανισμού, εφόσον οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος χορηγός του.
Η Κίνα θα μπορούσε να περιορίσει τα κρούσματα έως και κατά 95%
Σύμφωνα με μια μελέτη που επικαλούνται οι επικριτές των Κινέζων και συνακολούθως του ΠΟΥ, η Κίνα θα μπορούσε να έχει περιορίσει τον αριθμό των κρουσμάτων έως και κατά 95%.
Αυτό θα συνέβαινε εάν η τοπική κυβέρνηση είχε δράσει αποτελεσματικά στην αρχή, αμέσως μόλις η κεντρική διοίκηση λάμβανε το σήμα συναγερμού που εξέπεμψαν οι γιατροί στη Γουχάν.
Όμως, αντί να γίνει κάτι τέτοιο, η πολιτική ηγεσία αποφάσισε να αγνοήσει το πρόβλημα, ως μη υπάρχον.
Ο ερευνητής Xiao Qiang, ο οποίος εργάζεται στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στην Αμερική λέει χαρακτηριστικά ότι «σε εκείνη τη φάση ο ΠΟΥ δεν έκανε σωστά τη δουλειά του.
»Το αντίθετο: Αναμάσησε επί εβδομάδες την κινεζική παραπληροφόρηση. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ασυγχώρητο».
Η επιδημία εξαπλωνόταν και ο ΠΟΥ καθησύχαζε
Χαρακτηριστική απόδειξη του πώς ο ΠΟΥ αφέθηκε να παρασυρθεί από την παραπλανητική εικόνα που παρουσίαζαν οι Κινέζοι είναι το tweet της 14ης Ιανουαρίου 2020.
Σε αυτό ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας καθησύχαζε την υφήλιο διότι «οι πρώτες έρευνες που διεξήγαγαν οι κινεζικές Αρχές κατέληξαν στον συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν σαφή δεδομένα ότι το νέος κορωνοϊός μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο».
Όμως, ακριβώς την ίδια ημέρα η κινεζική κυβέρνηση είχε εκδώσει ένα λίγο διαφορετικό ανακοινωθέν.
Στο οποίο προσέθετε στο μήνυμα του ΠΟΥ, διακριτικά, ότι «η πιθανότητα της περιορισμένης μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο δεν μπορεί να αποκλειστεί.
»Εντούτοις, η εξάπλωση της νόσου παρουσιάζει χαμηλή επικινδυνότητα».
Σε 90 ημέρες από αυτά τα ανακοινωθέντα και με βάση την κατά Κίνα «χαμηλή επικινδυνότητα», τα κρούσματα COVID-19 σε όλο τον κόσμο ανέρχονταν πια σχεδόν σε 2 εκατομμύρια ανθρώπους. Με τους νεκρούς κοντά στις 120.000.
Η εξέλιξη είναι λίγο έως πολύ γνωστή: Οι πρώτες εβδομάδες της υποτίμησης του κινδύνου συνέπεσαν με τον εορτασμό της κινεζικής πρωτοχρονιάς.
«Εκατομμύρια άνθρωποι στη Γουχάν παραπληροφορήθηκαν» ισχυρίζεται ο Xiao Qiang «και αφέθηκαν να επισκέπτονται ανεξέλεγκτα συγγενείς και φίλους.
»Και ύστερα ταξίδεψαν σε όλη την Κίνα, σε όλο τον κόσμο».
Εν τω μεταξύ, ο ΠΟΥ βασιζόταν, κατ’ ανάγκην, στα στοιχεία που έπαιρνε από τις κινεζικές Αρχές, τα οποία μοιραία υιοθετούσε, χωρίς να τα διασταυρώσει και τα αναμετέδιδε με τη σφραγίδα και το κύρος του.
Όμως, στις 20 Ιανουαρίου τελικά ένας Κινέζος αξιωματούχος παραδέχτηκε δημόσια, για πρώτη φορά, ότι ο κορωνοϊός μπορεί, όντως, να μεταδοθεί ανάμεσα σε ανθρώπους.
Λίγες ημέρες αργότερα, ολόκληρη η περιοχή της Γουχάν τέθηκε σε καραντίνα.
Εκείνη την περίοδο, ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ Dr. Tedros Adhanom Ghebreyesus μετέβη στην Κίνα αυτοπροσώπως.
Αλλά το μόνο που έκανε ήταν σφίξει εγκάρδια το χέρι του Κινέζου προέδρου Xi Jinping και να συγχαρεί την πολιτική ηγεσία της χώρας επειδή «ανέβασαν σε ένα νέο, υψηλότερο επίπεδο, την αντίδραση στο ξέσπασμα μιας επιδημίας».
Παρεμπιπτόντως, ο ΠΟΥ είχε επικρίνει την πρακτική των Κινέζων να αποκρύπτουν στοιχεία και να λειτουργούν υπό καθεστώς αδιαφάνειας σε τόσο σοβαρά ζητήματα, που άπτονται της παγκόσμιας δημόσιας υγείας.
Αλλά αυτό είχε συμβεί το 2003, κατά την έξαρση του SARS.
Εκ των υστέρων, ακόμη και το ίδιο το κινεζικό κράτος είχε αναγνωρίσει σφάλματα στη διαχείριση εκείνης της κρίσης.
Πνέουν μένεα στις ΗΠΑ κατά της Κίνας
Ειδικά στην Αμερική, όπου η αντι-κινεζική τάση είναι κάτι σαν εθνική εξωτερική πολιτική, υπάρχουν πολλοί που πνέουν μένεα για τους χειρισμούς του ασιατικού κολοσσού στο ζήτημα της πανδημίας.
Ένας εξ αυτών είναι ο σύμβουλος επί θεμάτων εμπορίου του Ντόναλντ Τραμπ, Peter Navarro.
Ο οποίος είναι της άποψης ότι «ακόμη και ο CEO του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας επί εβδομάδες ολόκληρες απέφευγε να χαρακτηρίσει ως πανδημία τη νόσο.
Και στελέχη του ΠΟΥ επανειλημμένως εγκωμίαζαν τους Κινέζους γι’ αυτό που, όπως σήμερα γνωρίζουμε, ήταν μια οργανωμένη επιχείρηση συγκάλυψης των κινδύνων από τον κορωνοϊό.
Και ύστερα η επιδημία ξέσπασε και εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά, καθώς χιλιάδες Κινέζοι ταξίδευαν παντού».
Στο ίδιο πνεύμα, ο υπουργός Εξωτερικών Mike Pompeo δήλωσε πρόσφατα ότι «κοιτάζουμε από την αρχή και επαναξιολογούμε τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ στον ΠΟΥ.
Άλλοι αξιωματούχοι έχουν θέσει στο στόχαστρο των επικρίσεών τους προσωπικά τον CEO του ΠΟΥ, τον δόκτορα Tedros Adhanom Ghebreyesus.
Κάτι που, εν μέρει τουλάχιστον, δεν φαντάζει σαν παράλογο.
Διότι, αφ’ ενός μεν ο ΠΟΥ, εξ ορισμού επαφίεται στην αξιοπιστία των στοιχείων που του παρέχει η εκάστοτε χώρα (και πιθανώς έτσι εξηγείται το ότι πχ η Βόρεια Κορέα απουσιάζει από τον κατάλογο των χωρών με κρούσματα κορωνοϊού).
Αφ’ ετέρου όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί η Martha McSally, μέλος της ομάδας των Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών «δεν πληρώνουμε τον ΠΟΥ για να παπαγαλίζει την προπαγάνδα των Κινέζων».