Το Μουσείο στα Σκόπια το αφιερωμένο στον αγώνα των κομιτατζήδων της «Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης» (ВМРО ή VMRO), άλλαξε την ονομασία του κατά την κυβερνητική συνεδρίαση που συνήλθε για τα νέα ονόματα των δημόσιων ιδρυμάτων που επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Πρεσπών και τις συνταγματικές τροποποιήσεις.
Το Μουσείο μέχρι σήμερα είχε την επωνυμία:
«Δημοκρατία της Μακεδονίας, Εθνικό Ίδρυμα – Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα για την κρατική Υπόσταση και Ανεξαρτησία – Μουσείο της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης».
«Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, Εθνικό Ίδρυμα – Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα για την Ανεξαρτησία – Σκόπια», όπως σημειώνει στην ηλεκτρονική σελίδα του το κανάλι «21» των Σκοπίων και αναμεταδίδει το Βαλκανικό Περισκόπιο.
Εκτός ότι αλλάζει η χώρα από «Μακεδονία» σε Βόρεια Μακεδονία, εξαλείφεται από τον τίτλο του -επίσης σημαντικό- η ονομασία της οργάνωσης ВМРО, δηλαδή των ένοπλων συμμοριών των Βουλγαρόφιλων κομιτατζήδων που διέπραξαν φοβερά εγκλήματα στις αρχές του 20ου αιώνα στη Μακεδονία.
Ποιο ήταν το ΒΜΡΟ
Το Εσωτερικό Μακεδονο-Αδριανουπολίτικο Επαναστατικό Κομιτάτο ή αργότερα Εσωτερική Μακεδονική Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ ή ВМРО ή VMRO) ήταν μια βουλγαρική μυστική, αυτονομιστική οργάνωση που συστάθηκε στα Βαλκάνια το 1893, κατά ορισμένους στην πόλη Ρέσνα, της περιοχής Πόλογκ της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και κατ΄ άλλους στη Θεσσαλονίκη.
Δραστηριοποιήθηκε με ένοπλο αγώνα από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου στην περιοχή των Βαλκανίων και κυρίως στη Μακεδονία.
Αρχικά η οργάνωση αποτελείτο κυρίως από Βουλγαρομακεδόνες και -με βάση τις αυστροουγγρικές πηγές- μέχρι το 1902 είχε την ονομασία «Βουλγαρική Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Επιτροπή».
Ωστόσο τα μέλη της θεωρούσαν τη Μακεδονία μια αδιαίρετη περιοχή και υπολόγιζαν όλους τους κατοίκους της ως Μακεδόνες, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας.
Αρχικός στόχος της οργάνωσης φέρεται πως ήταν η απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της περιοχής Αδριανούπολης από τον οθωμανικό ζυγό και η θέσπιση αυτόνομου καθεστώτος, που πιθανόν μελλοντικά να οδηγούσε και σε ένωση αυτών των περιοχών με τη Βουλγαρία, καθώς και η διατήρηση της βουλγαρικής εθνικής ταυτότητας.
Το σύνθημα της οργάνωσης ήταν «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και τονιζόταν ότι οι χριστιανικές εθνότητες θα συνεργάζονταν για την αποκήρυξη του παρηκμασμένου και καταπιεστικού οθωμανικού ζυγού κάτι που θα οδηγούσε σε μια αυτόνομη Μακεδονία.
Λίγο πριν την επανάσταση του Ίλιντεν φαίνεται πως ο αρχικός στόχος της οργάνωσης είχε πλέον διαφοροποιηθεί σε μια αυτόνομη Μακεδονία που θα συμμετείχε ως ομόσπονδη δημοκρατία σε μια βαλκανική ένωση κρατών την οποία επιθυμούσαν τα μέλη της, και πως είχε αποκλειστεί πλέον η ιδέα της ένωσης με τη Βουλγαρία.
Γι’αυτό το λόγο και άρχισε να εμπλουτίζεται και με μέλη άλλων εθνοτήτων της Μακεδονίας, πλην των Βουλγάρων.
Ακόμα τάχθηκαν κατά των εδαφικών βλέψεων όλων των γειτονικών κρατών στις περιοχές της Μακεδονίας και της νότιας Θράκης ορίζοντας αυτές ως πολυεθνικές.
Παρόλα αυτά τα βουλγαρομακεδόνικα στοιχεία της οργάνωσης φαίνεται πως έβλεπαν την ιδέα της αυτονομίας ως αυστηρά πολιτική, χωρίς να απαρνούνται τη βουλγάρικη εθνικότητά τους και χωρίς να απορρίπτουν την ιδέα της κυριαρχίας του βουλγαρικού στοιχείου στις δύο επίμαχες περιοχές.
Το 1903 η οργάνωση ΕΜΕΟ οργάνωσε την αντιοθωμανική ένοπλη Εξέγερση του Ίλιντεν με το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και βασικό στόχο την αυτονομία της Μακεδονίας.
Σύμφωνα με πληροφόρηση του Ίωνα Δραγούμη προς τον πατέρα του «[ά]παντες οί σλαυόφωνοι πληθυσμοί ήκολούθησαν τό Κομιτάτον, ορθόδοξοι καί σχισματικοί καί οί πλείστοι εκουσίως».
Η επανάσταση ξεκίνησε στις 2 Αυγούστου 1903 (ημέρα της εορτής του προφήτη Ηλία) και τελικώς απέτυχε αφού κατεστάλη σταδιακά και με ωμή βία από τους Οθωμανούς.
Έπειτα από την αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν ακολούθησαν βίαιες συγκρούσεις μέσα στο ίδιο το κίνημα και έτσι το ΕΜΕΟ διασπάστηκε στα δύο, στους αριστερίζοντες (φεντεραλιστές) που διατηρούσαν την ιδέα της αυτονομίας σε ένα ομόσπονδο κράτος και τους δεξιίζοντες (τσεντραλιστές) που ασπάζονταν το βουλγαρικό εθνικισμό (ένωση με Βουλγαρία του κράτους που θα προέκυπτε) και συγκρούονταν ένοπλα με Έλληνες και Σέρβους.
Όμως στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και οι δύο φράξιες της οργάνωσης πολέμησαν στο πλευρό της Βουλγαρίας, και έτσι σταδιακά το ΕΜΕΟ απορροφήθηκε από τη Βουλγαρία και εξελίχθηκε σε εκπρόσωπο των βουλγάρικων συμφερόντων στη Βαλκανική.
Η δράση του εντάθηκε κυρίως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη δεκαετία του 1920.
Σε αυτό το διάστημα η -βουλγαρικών φρονημάτων πλέον- ΕΜΕΟ είχε οργανώσει ένα εκτεταμένο ένοπλο δίκτυο τρομοκρατίας στην περιοχή της Μακεδονίας που ευθύνεται για αρκετά εγκλήματα σε βάρος αμάχων Ελλήνων της περιοχής, όσο και άλλων εθνοτήτων, Σέρβων, Εβραίων, ακόμα και Τούρκων και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Βαλκανικής και κυρίως της εσωτερικής πολιτικής ζωής της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, μέχρι τη βίαιη διάλυσή της από τον τσάρο Μπορίς Γ΄ της Βουλγαρίας το 1934.
Μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το βουλγάρικο ΕΜΕΟ φαίνεται πως συνέχιζε κάποια αντάρτικη δραστηριότητα κατά γειτονικών κρατών, και μετά το τέλος του πολέμου διαλύθηκε.