Η κλιμάκωση της λαϊκής διαμαρτυρίας με τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία, βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών δημοσιευμάτων του γερμανικού Τύπου.
Όπως παρατηρεί η Tagesspiegel, «οι διαδηλώσεις θυμίζουν τη διαμαρτυρία των “κοκκινοσκούφηδων” στη Βρετάνη το 2013. Όπως και τότε, πρόκειται για άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κοινωνία, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, άτομα που παραμελούνται από την πολιτική ελίτ του Παρισιού».
Σύμφωνα με την εφημερίδα «λέει πάρα πολλά για το κλίμα δυσαρέσκειας στη Γαλλία το γεγονός ότι για τον διάλογο με τα “κίτρινα γιλέκα” έπρεπε να υπάρξει σχετικό διάταγμα από τον ίδιο τον Μακρόν».
«Δεδομένης της πλατιάς στήριξης που έχει το νέο κίνημα διαμαρτυρίας στους πολίτες, ο Γάλλος πρόεδρος πρέπει να κινηθεί σε πρωτόγνωρο έδαφος: Πρέπει να ακούσει και να αναθεωρήσει την πολιτική του», επισημαίνει η εφημερίδα του Βερολίνου.
Από την πλευρά της, η Handelsblatt γράφει ότι «η ριζοσπαστικοποίηση των κίτρινων γιλέκων συνταράζει την κυβέρνηση: αυτή θέλει να κατευνάσει την κατάσταση, αλλά όχι να συνθηκολογήσει, έτσι ώστε να σώσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα».
Η οικονομική εφημερίδα του Ντίσελντορφ εκτιμά ότι «οι επόμενες εβδομάδες θα είναι καθοριστικές για τον Μακρόν, ο οποίος «κινείται σε ένα εξαιρετικά στενό μονοπάτι μεταξύ πεισματικά αταλάντευτης στάσης και υποχώρησης».
Όπως σημειώνει, αν ο Μακρόν «καταφέρει να ηρεμήσει την κατάσταση χωρίς γονυκλισίες, τότε θα μπορέσει να συνεχίσει το 2019 τις μεταρρυθμίσεις του, όπως αυτή που αφορά στις συντάξεις».
Εάν όμως τα κίτρινα γιλέκα γίνουν ακόμη ισχυρότερα, ενδέχεται αυτό να αποδυναμώσει σημαντικά την ελευθερία δράσης του, εκτιμά η Handelsblatt.
Η Tageszeitung του Βερολίνου σημειώνει με τη σειρά της ότι «οι διαδηλωτές είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις διαμαρτυρίες τους και τις επόμενες ημέρες».
Όπως σχολιάζει, «τα σημάδια των σοβαρών επεισοδίων του Σαββάτου λειτουργούν ως σύμβολα των πολιτικών συντριμμιών μπροστά στα οποία στέκει ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, την ευθύνη για την κλιμάκωση φέρει σε μεγάλο βαθμό ο Γάλλος πρόεδρος.
Γι’ αυτόν όμως, όπως επισημαινει, «αυτό το γεγονός δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση να συνιστά λόγο για να αλλάξει πολιτική ή να ασκήσει αυτοκριτική».