Ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους αφέθηκαν οι δύο γιοι του πρώην προέδρου της Αιγύπτου Χόσνι Μουμπάρακ, αφού κατέβαλαν εγγύηση την Πέμπτη, πέντε ημέρες αφότου δικαστήριο διέταξε τη σύλληψή τους με την κατηγορία της χειραγώγησης της χρηματαγοράς.
Όπως μετέδωσαν κρατικά μέσα ενημέρωσης, κακουργιοδικείο του Καΐρου έκανε δεκτή την έφεση των Αλάα και Γκαμάλ Μουμπάρακ κατά της προφυλάκισής τους και έδωσε εντολή να αφεθούν ελεύθεροι μετά την καταβολή 100.000 αιγυπτιακών λιρών (4.700 ευρώ) από τον καθένα.
Οι Μουμπάρακ κατηγορούνται ότι μαζί με άλλα τρία πρόσωπα αγόρασαν την πλειονότητα των μετοχών διαφόρων τραπεζών μέσω εταιρειών-βιτρινών χωρίς να ενημερώσουν το χρηματιστήριο, όπως ήταν υποχρεωμένοι και ότι ενθυλάκωσαν παράνομα κέρδη περίπου 500 εκατ. λιρών χειραγωγώντας τις τιμές των μετοχών εισηγμένων εταιρειών.
Η επόμενη δικάσιμος ορίστηκε για την 20ή Οκτωβρίου.
Το 2015, ο Μουμπάρακ, ο αρχηγός του κράτους που παρέμεινε στην εξουσία για τριάντα χρόνια (1981-2011), και οι δυο γιοι του καταδικάστηκαν να εκτίσουν τρία χρόνια φυλάκιση για κατάχρηση κεφαλαίων που προορίζονταν για την ανακαίνιση κυβερνητικών κτιρίων.
Αφέθηκαν ελεύθεροι αμέσως, αφού είχαν ήδη εκτίσει την ποινή που τους επιβλήθηκε.
Ο Γκαμάλ Μουμπάρακ θεωρείτο από πολλούς ότι θα διαδεχόταν τον πατέρα του πριν από την λαϊκή εξέγερση του 2011, στο πλαίσιο της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, που τον ανάγκασε να παραιτηθεί.
Την Κυριακή, μετά τη σύλληψη των δύο αδελφών, το αιγυπτιακό χρηματιστήριο κατέγραψε τη χειρότερη επίδοσή του από τον Φεβρουάριο.
Ενώ οι αιγυπτιακές αρχές μοιάζουν να αντιμετωπίζουν με επιείκεια τους Μουμπάρακ, το αντίθετο ισχύει στην περίπτωση των υποστηρικτών του ισλαμιστή πρώην προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, που εξελέγη το 2012 και ανατράπηκε από τον στρατό το 2013: στη δική τους περίπτωση το κράτος συνεχίζει μια εκστρατεία σκληρής καταστολής.
Την 8η Σεπτεμβρίου δικαστήριο του Καΐρου επέβαλε τη θανατική ποινή σε 75 κατηγορούμενους, ανάμεσά τους πολλά ηγετικά στελέχη των Αδελφών Μουσουλμάνων, σε μια από τις μεγαλύτερες μαζικές δίκες μετά την εξέγερση των πολιτών το 2011.