Μία «μεγάλη βλακεία», ένα «λάθος», χαρακτηρίζει τη χρήση βίας – ακόμη και το γεγονός ότι παραβρέθηκε ως παρατηρητής – στις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς στο Παρίσι, ο Αλεξάντρ Μπεναλά, πρώην σωματοφύλακας του Εμανουέλ Μακρόν.
Σε αποκλειστική συνέντευξη ωστόσο που παραχώρησε στη «Monde», την εφημερίδα η οποία δημοσίευσε το επίμαχο βίντεο προκαλώντας τον πρώτο μεγάλο πονοκέφαλο της γαλλικής κυβέρνησης, ο πρώην σωματοφύλακας του Μακρόν υποστηρίζει ότι χρησιμοποιήθηκε σαν «αδύναμος κρίκος» για να επιτεθούν κάποιοι στον Γάλλο πρόεδρο.
Αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη, ο Μακρόν δήλωσε ότι είναι ο μοναδικός υπεύθυνος σε αυτήν την ιστορία, εκφράζοντας ωστόσο μία πικρία.
Αισθάνομαι προδομένος, σχολίασε ο Γάλλος πρόεδρος αναφερόμενος στον άνθρωπο στον οποίο εμπιστεύτηκε την ασφάλειά του από τη δύσκολη εποχή της προεκλογικής εκστρατείας του.
«Δεν αισθάνομαι ότι πρόδωσα τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αισθάνομαι ότι έκανα μια μεγάλη βλακεία. Και ότι έκανα ένα λάθος. Όμως αυτό το λάθος είναι μεγαλύτερο από πολιτικής άποψης: δεν θα έπρεπε ποτέ να έχω πάει σε αυτήν τη διαδήλωση ως παρατηρητής. Επίσης θα έπρεπε να έχω παραμείνει πίσω», υποστηρίζει ο ίδιος ο Μπεναλά στη «Monde».
«Δεν είμαι υπέρ των θεωριών συνομωσίας, πράγματι. Όσον αφορά όμως αυτό που συνέβη μετά, διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις. Υπήρχε από την αρχή μια βούληση για επίθεση στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, αυτό είναι απολύτως σίγουρο», προσθέτει αφήνοντας σαφή υπονοούμενα για τα κίνητρα της κριτικής προς την κυβέρνηση.
Η υπόθεση χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή «για να πιάσουν τον πρόεδρο της Δημοκρατίας από τον γιακά».
«Εγώ προσέφερα τη δίοδο για να τον πετύχουν, ήμουν ο αδύναμος κρίκος. Προσπάθησαν να με πετύχουν, να με σκοτώσουν και αυτή ήταν επίσης η ευκαιρία να πετύχουν τον πρόεδρο της Δημοκρατίας», τόνισε ο Μπεναλά.
Ο πρώην στενός συνεργάτης του Μακρόν επισημαίνει επίσης ότι «αυτοί που έβγαλαν αυτήν την πληροφορία είναι πρόσωπα σημαντικού επιπέδου, πολιτικοί και αστυνομικοί».
«Και δεν πιστεύω ο υπουργός Εσωτερικών Ζεράρ Κολόμπ, στον οποίο έχω εμπιστοσύνη. Γι’ αυτόν δεν είμαι τίποτα. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν γύρω του που θα μπορούσαν», προσθέτει.
Στο πλαίσιο του «Μπεναλάγκέϊτ», όπως ονομάστηκε το σκάνδαλο, διεξάγεται δικαστική έρευνα της Γενικής Επιθεώρησης της Εθνικής Αστυνομίας, καθώς και έρευνα από τα δύο σώματα του γαλλικού Κοινοβουλίου.