Σίγουρη θεωρείται η θέση της Γερμανίας ως μη μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αναφέρει η Deutsche Welle.
Ποια πολιτική θα ακολουθήσει απέναντι στις μεγάλες κρίσεις που ταλανίζουν την παγκόσμια κοινότητα; Στις 8 Ιουνίου θα ληφθεί η σχετική απόφαση.
Όπως κάθε χρόνο η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ψηφίζει ποια θα είναι τα πέντε μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας για τα επόμενα δυο χρόνια, δηλαδή για το διάστημα 2019/2020.
Για τη Γερμανία οι πιθανότητες είναι πολύ καλές από τη στιγμή που το Ισραήλ απέσυρε την υποψηφιότητά του.
Έτσι παραμένουν μόνο η Γερμανία και το Βέλγιο ως υποψήφια κράτη για τις δυο θέσεις που προβλέπονται για τις δυτικές χώρες. Και οι δυο χώρες χρειάζονται πλειοψηφία δύο τρίτων, η οποία θεωρείται σχεδόν δεδομένη.
Πρόκειται για μια θέση στην πολιτική και διπλωματική καρδιά των Ηνωμένων Εθνών: το Συμβούλιο Ασφαλείας με έδρα τη Νέα Υόρκη λαμβάνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις, θέτει περιορισμούς, αποφασίζει για την επιβολή κυρώσεων και τη δικαιολογημένη χρήση στρατιωτικών μέσων.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας αποτελείται από πέντε μόνιμα μέλη με δικαίωμα αρνησικυρίας – Γαλλία, Ρωσία, ΗΠΑ, Κίνα και Ηνωμένο Βασίλειο – και από δέκα μη μόνιμα μέλη τα οποία δεν έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν βέτο.
Όποιος ανήκει σ’ αυτόν τον κύκλο βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής. Η Γερμανία ήταν ήδη έξι φορές μη μόνιμo μέλος στο πιο ισχυρό όργανο του ΟΗΕ.
Πώς θα επηρεάσει η Γερμανία την πολιτική του ΟΗΕ;
Ενδιαφέρον θα έχει όμως και ο τρόπος με τον οποίο η Γερμανία θα επηρεάσει την πολιτική του ΟΗΕ.
Η καγκελάριος Μέρκελ σκοπεύει μεταξύ άλλων να ενισχύσει τις κοινές ευρωπαϊκές θέσεις, αφού ανησυχεί ότι η επιρροή της ΕΕ στον ΟΗΕ αρχίζει να φθίνει.
Διότι μετά την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ, η Γαλλία θα είναι το μόνο μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ο Σοσιαλδημοκράτης βουλευτής Ρολφ Μίτσενιχ εκτιμά ότι ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας η Γερμανία θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί υπέρ της τήρησης των κανόνων και ρυθμίσεων που διέπουν τη διεθνή πολιτική.
«Στο επίκεντρο θα πρέπει να βρίσκονται η μείωση των στρατιωτικών δαπανών και η μετεξέλιξη του διεθνούς ποινικού δικαίου» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Υπάρχουν πολλά δύσκολα θέματα: οι κρίσεις στην Ουκρανία, την Εγγύς Ανατολή, τη Συρία, το Ιράν και τη Β. Κορέα, για τις οποίες τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας συχνά έχουν αντίθετες απόψεις.
Το ίδιο συμβαίνει και στα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον μετά την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, η χώρα δεν λειτουργεί πια ως ενωτική δύναμη.
Αντίθετα προκαλεί την αποδυνάμωση των διεθνών εμπορικών συμφωνιών, η διεθνής πολιτική για το κλίμα κινδυνεύει να καταρρεύσει και γενικότερα η πολιτική του «America first» δημιουργεί σε παγκόσμιο επίπεδο ένα κλίμα στο οποίο η κάθε χώρα κοιτά μόνο το προσωπικό της συμφέρον.
Μία καλή ευκαιρία για τη Γερμανία
Πάντως θεωρείται εξαιρετικά απίθανο το Βερολίνο να μην έχει στα επόμενα δύο χρόνια διαφωνίες με το Πεκίνο, τη Μόσχα ή τη Ουάσιγκτον.
Και αυτό ενδέχεται να φέρει τη Γερμανία σε δύσκολη θέση. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Χένινγκ Ρίκε από τη Γερμανική Εταιρεία Εξωτερικής Πολιτικής «η Γερμανία δεν θεωρείται χώρα που ασκεί επεκτατική πολιτική, όπως και η Ευρώπη γενικότερα».
Επομένως η Γερμανία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μεσάζων ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις.
Έτσι η Γερμανία θα είχε την ευκαιρία να ενισχύσει τη θέση της σε διεθνές επίπεδο μέσω της ιδιότητας του μη μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
«Πιστεύω ότι η ευκαιρία βρίσκεται στο να δείξει η Γερμανία συγκεκριμένα τι σημαίνει όταν αναλαμβάνει ευθύνη και τι σημαίνει όταν θέλει να αναλάβει την ηγεσία» επισημαίνει ο Ρίκε.