Η εθνικιστική «Νεολαία για την ‘Μακεδονία’», που πρόσκειται στην ψευδομακεδονική δεξιά σκοπιανή αντιπολίτευση, διοργανώνει την Κυριακή 27 Μαΐου το απόγευμα στις 19.30 διαμαρτυρία στην πόλη Αχρίδα (Охрид) ενάντια στην αλλαγή του συνταγματικού ονόματος της ΠΓΔΜ.
Οι διοργανωτές που πρόσκεινται στο κόμμα της αντιπολίτευσης VMRO-DPMNE έχουν προγραμματίσει τη συγκέντρωση στην πλατεία του Αγίου Κλήμεντος της Αχρίδας.
«Η διαμαρτυρία θα γίνει κατά την επέτειο των χιλίων ετών από την πτώση του «μακεδονικού κράτους» (!!) και την επέτειο της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας», ανέφεραν οι διαδηλωτές.
Προφανώς εννοούν το πρώτο βουλγαρικό βασίλειο που είχε πρωτεύουσα την Αχρίδα και ιδρύθηκε στα εδάφη των σημερινών Σκοπίων.
Αυτό το πρώτο βουλγαρικό βασίλειο καταλύθηκε πριν χίλια χρόνια, το 1018, από τα βυζαντινά (ανατολικορωμαϊκά) στρατεύματα υπό τον αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο.
Να έχουμε πάντα υπόψιν μας ότι στα Σκόπια υπάρχει ένας κόσμος, οι οπαδοί του VMRO-DPMNE, οι οποίοι έχουν πιστέψει σε μια σειρά από αλλόκοτα παραμύθια ως ιστορικές πραγματικότητες, σφετεριζόμενοι και διαστρεβλώνοντας γεγονότα της ελληνικής και βουλγαρικής ιστορίας. Είναι το γνωστό τσίρκο και φρενοκομείο.
Προσθέτουν ακόμη ότι στη διαδήλωση θα υποστηρίξουν την αποκατάσταση της (σχισματικής) Ορθόδοξης Εκκλησίας της «Μακεδονίας»- МПЦ (Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Οχρίδας) και θα τεθούν ενάντια στις παρεμβάσεις άλλων Εκκλησιών που αντιτίθενται στην ύπαρξη της МПЦ.
Η Εκκλησία των Σκοπίων υπάγεται κανονικά στο σερβικό πατριαρχείο. Οι Σκοπιανοί δημιούργησαν μια αιρετική ψευδομακεδονική Εκκλησία που δεν αναγνωρίζεται από καμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία, πρόκειται δηλαδή για μια «μαϊμού» Εκκλησία.
Να σημειωθεί εδώ, στα Σκόπια υφίσταται και κανονική Αρχιεπισκοπή Αχρίδας υπό το Σερβικό Πατριαρχείο.
Στην αρχαιότητα η πόλη ήταν γνωστή με το Αρχαιοελληνικό Λύχνιδος (και το Λατινικό Lychnidus), που πιθανόν σημαίνει «πόλη του φωτός», από το Ελληνικό λυχνίς, «πολύτιμη πέτρα που εκπέμπει φως», από το λύχνος, «λάμπα, φορητό φως».
Το 879 μ.Χ. η πόλη δεν ονομαζόταν πια Λύχνιδος αναφερόταν από τους Σλάβους ως Όχριντ, πιθανόν από τις Σλαβικές λέξεις βο χριντ, που σημαίνουν «στον λόφο», καθώς η αρχαία πόλη Λύχνιδος ήταν στην κορυφή του λόφου. Στη βουλγαρική και τις άλλες νότιες σλαβικές γλώσσες το όνομα της πόλης είναι Όχριντ και στην Αλβανική Όχερ ή Όχρι.
Οι αρχαιότεροι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Λίμνης Οχρίδας ήταν οι Δεσσαρήτες, αρχαία Ελληνική φυλή και οι Εγχελείς, φυλή Ιλλυρική. Σύμφωνα με πρόσφατες ανασκαφές ήταν πόλη ήδη από την εποχή του βασιλιά Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας.
Οι Νότιοι Σλάβοι άρχισαν να φτάνουν στην περιοχή τον 6ο αιώνα μ.Χ. Από τις αρχές του 7ου αιώνα εποικίστηκε από μια Σλαβική φυλή γνωστή ως Βερζήτες.
Οι Βούλγαροι κατέκτησαν την πόλη το 867. Το όνομα Οχριντ πρωτοεμφανίστηκε το 879.
Η Λογοτεχνική Σχολή της Οχρίδας, που ιδρύθηκε το 886 από τον Κλήμεντα της Οχρίδας, έγινε ένα από τα δύο μείζονα πολιτιστικά κέντρα της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας.
Μεταξύ 990 και 1015 η Οχρίδα ήταν πρωτεύουσα και προπύργιο της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, ενώ από το 990 ως το 1018 ήταν επίσης έδρα του Βουλγαρικού Πατριαρχείου.
Μετά την ανακατάληψη της πόλης από τους Βυζαντινούς το 1018 (πριν χίλια χρόνια), από το Βασίλειο Β´ τον Βουλγαροκτόνο, το Βουλγαρικό Πατριαρχείο υποβαθμίστηκε σε Αρχιεπισκοπή και τέθηκε υπό την εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Η συντριβή των Βουλγάρων
Από το έτος 1000, ο Βασίλειος Β’ επικεντρώθηκε στον πόλεμο κατά των εισβολέων Βουλγάρων.
Έναν πόλεμο τον οποίο προσέγγισε με επιμονή και στρατηγική διορατικότητα.
Εκείνη τη χρονιά, ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας κατέλαβε την πόλη Μεγάλη Πρεσθλάβα (Βέλικι Πρέσλαφ), παλιά πρωτεύουσα της Βουλγαρίας.
Το 1001 ο ίδιος ο Βασίλειος κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο στις πόλεις Βοδενά, Βέροια και Σέρβια.
Την επόμενη χρονιά, έχοντας ως βάση τη Φιλιππούπολη, κατέλαβε τη στρατιωτική οδό από τον δυτικό Αίμο έως το Δούναβη, περικόπτοντας έτσι την επικοινωνία μεταξύ της Μακεδονίας και της Μοισίας.
Μετά από αυτή την επιτυχία, πολιόρκησε το Βιδίνιο (Βίντιν), το οποίο τελικά έπεσε μετά από παρατεταμένη αντίσταση.
Ο Βούλγαρος βασιλιάς Σαμουήλ αντέδρασε στη βυζαντινή εκστρατεία με ένα τολμηρό χτύπημα.
Ξεκίνησε μία μεγάλης κλίμακας επιδρομή στην καρδιά της βυζαντινής Θράκης, επιτιθέμενος στην Αδριανούπολη.
Επιστρέφοντας στην έδρα του με τα λάφυρα, ο Σαμουήλ αναχαιτίστηκε κοντά στα Σκόπια από τον βυζαντινό στρατό που διοικούσε ο αυτοκράτορας.
Οι δυνάμεις του Βασίλειου εισέβαλαν στο βουλγαρικό στρατόπεδο, νικώντας τους Βούλγαρους συντριπτικά και ανακτώντας τα λάφυρα της Αδριανούπολης.
Τα Σκόπια παραδόθηκαν λίγο μετά τη μάχη και ο κυβερνήτης τους αντιμετωπίστηκε με ευγένεια από τον αυτοκράτορα.
Το 1005, ο κυβερνήτης του Δυρραχίου παρέδωσε την πόλη του στους Βυζαντινούς.
Η προσάρτηση του Δυρραχίου ολοκλήρωσε την απομόνωση του Σαμουήλ στα υψίπεδα της δυτικής Μακεδονίας.
Ο Σαμουήλ εξαναγκάστηκε σε μία εξ ολοκλήρου αμυντική στάση ενισχύοντας τα περάσματα και τους δρόμους των εδαφών που βρίσκονταν ακόμα στην κατοχή του.
Κατά τα επόμενα χρόνια, μειώθηκε η επιθετικότητα των Βυζαντινών και δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά γεγονότα, αν και το 1009 μία προσπάθεια αντεπίθεσης των Βουλγάρων αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από τους Βυζαντινούς σε μία μάχη που διεξήχθη στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης.
Το 1014, ο Βασίλειος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μία εκστρατεία με στόχο την εξάλειψη της αντίστασης των Βουλγάρων.
Στις 29 Ιουλίου 1014, ο Βασίλειος Β’ και ο στρατηγός του, Νικηφόρος Ξιφίας, διέλυσαν το βουλγαρικό στρατό στη Μάχη του Κλειδίου στην οροσειρά Μπέλλες.
Ο Σαμουήλ απέφυγε την αιχμαλωσία χάρη στην ανδρεία του γιου του, Γαβριήλ.
Έχοντας συντρίψει τους Βούλγαρους, ο Βασίλειος Β’ αιχμαλώτισε 15.000 άνδρες, τους οποίους και τύφλωσε αφήνοντας μόνο έναν μονόφθαλμο ανά 100 τυφλούς άνδρες για να μπορέσουν να επιστρέψουν στον Σαμουήλ.
Ο Σαμουήλ αντίκρυσε συγκλονισμένος τον τυφλό στρατό του και δύο ημέρες αργότερα πέθανε μετά από καρδιακό επεισόδιο.
Αν και η έκταση της κακομεταχείρισης των Βούλγαρων αιχμαλώτων μπορεί να έχει μεγαλοποιηθεί, το περιστατικό αυτό βοήθησε στο να δοθεί αργότερα στον Βασίλειο Β’ η προσωνυμία «ο Βουλγαροκτόνος».
Η Βουλγαρία πολέμησε για άλλα τέσσερα χρόνια, καθώς η αντίστασή της αναζωπυρώθηκε από τη σκληρότητα του Βασίλειου Β’.
Την άνοιξη του 1017 ο Βασίλειος Β’ ξεκίνησε απ’ τη Μοσυνούπολη εναντίον του οχυρού του Λογγά (βρίσκεται μεταξύ Σιδεροχωρίου και Τοιχιού Καστοριάς), το οποίο μετά από σκληρή πολιορκία παραδόθηκε στους Βυζαντινούς.
Ο αυτοκράτορας κατέστρεψε εκ θεμελίων το βουλγάρικο οχυρό και μοίρασε τους στασιαστές κατοίκους του ως σκλάβους στους στρατιώτες του.
Μετά την κατάληψη του Λογγά ο Βασίλειος κυρίευσε τη γειτονική Καστοριά, που την κατείχαν αρκετά χρόνια οι Βούλγαροι, και στη συνέχεια κατέλαβε την Αχρίδα υποτάσσοντας τελικά τους Βούλγαρους το 1018.
Η υποταγή αυτή ήταν το αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης στρατιωτικής πίεσης και της επιτυχημένης διπλωματικής εκστρατείας που στόχευε στη διχόνοια και στην εξαγορά της βουλγαρικής ηγεσίας.
Με τη νίκη επί των Βουλγάρων και τη μετέπειτα υποταγή των Σέρβων, εκπληρώθηκε ένας από τους στόχους του Βασίλειου Β’, καθώς η αυτοκρατορία ανέκτησε τα σύνορά της στον Δούναβη για πρώτη φορά μετά από 400 χρόνια.
Ο Βασίλειος γιόρτασε το γεγονός με ένα θρίαμβο στην Αθήνα, αφού πριν επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη συνέχισε την προέλασή του από τη Στρώμνιτσα έως το Μελένικο, εισέβαλε στη Πελαγονία και από την πεδιάδα της Αλμωπίας έφθασε στη Θεσσαλονίκη (1015) και στη συνέχεια μέσω Λιβαδιάς έφτασε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα και προσκύνησε στην Παναγία την Αθηνιώτισσα (στον Παρθενώνα).
Μετά πήγε στον Πειραιά, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στόλος του, επιβιβάστηκε στα καράβια και έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη.
Από τη «Χρυσή Πύλη» μπήκε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα, στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι και όρθιος πάνω σε μεγαλόπρεπο άρμα.
Ο Βασίλειος Β’ έδειξε τις ικανότητές του στην πολιτική, δίνοντας στους πρώην ηγέτες των Βουλγάρων τίτλους, θέσεις στην επαρχιακή διοίκηση και σημαντικά πόστα στο στρατό.
Στις δε βουλγαρικές επαρχίες χορήγησε πλήρη πολιτική και εκκλησιαστική αυτονομία.
Με αυτό τον τρόπο προσπάθησε να απορροφήσει τη βουλγαρική ελίτ στη βυζαντινή κοινωνία.
Επίσης, η Βουλγαρία δεν είχε ανεπτυγμένη τη νομισματική οικονομία στον ίδιο βαθμό που υπήρχε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο Βασίλειος πήρε τη σοφή απόφαση να δεχθεί τις πληρωμές των φόρων σε είδος.
Οι διάδοχοι του Βασίλειου άλλαξαν την πολιτική αυτή, γεγονός που δημιούργησε έντονη δυσαρέσκεια στη Βουλγαρία και οδήγησε αργότερα σε εξέγερση.