Το βρετανικό δίκτυο BBC φιλοξενεί συνέντευξη με ένα τζιχαντιστή που υποστηρίζει με ποιόν τρόπο σκότωσε 100 άτομα στη Συρία.
“Αυτή είναι η ιστορία ενός ειρηνικού διαδηλωτή ο οποίος μεταμορφώθηκε σε δολοφόνο”, ξεκινάει το βρετανικό άρθρο.
“Ο Καλίντ δεν ξύπνησε ένα πρωί στη Ράκα και αποφάσισε να γίνει δολοφόνος. Έλαβε μία ειδική πρόσκληση”, συνεχίζει το δημοσίευμα.
Διατάχτηκε να παρουσιαστεί σε ένα αεροδρόμιο στο Χαλέπι της βορειοδυτικής Συρίας όπου ένας Γάλλος επρόκειτο να τον διδάξει να σκοτώνει χρησιμοποιώντας πιστόλια, σιγαστήρες και όπλα ελεύθερης σκόπευσης. Έμαθε να σκοτώνει μεθοδικά αιχμαλωτίζοντας προηγουμένως τα θύματα του.
«Εξασκούμασταν σε αιχμάλωτους στρατιώτες του καθεστώτος» ομολογεί. Τους τοποθετούσαν σε δύσκολα σημεία, ώστε μόνο ένας ελεύθερος σκοπευτής να μπορεί να τους πετύχει. Άλλες φορές έστελναν μία ομάδα κρατουμένων ζητώντας σου να πετύχεις τον έναν αποφεύγοντας τους υπόλοιπους.
Οι περισσότερες δολοφονίες γίνονται με μοτοσυκλέτα. Χρειάζεσαι ένα ακόμη άτομο να οδηγά τη μοτοσυκλέτα και κάθεσαι πίσω του. Πλησιάζεις δίπλα από το αυτοκίνητο – στόχο, πυροβολείς εναντίον του και δεν του επιτρέπεις να διαφύγει.
Ο Σύρος με το ψευδώνυμο Καλίντ έμαθε να παρακολουθεί ανθρώπους και να προσεγγίζει στόχους που υπό άλλες προϋποθέσεις δεν θα μπορούσε. Πώς να παρενοχλεί αυτοκινητοπομπές, προκειμένου άλλος δολοφόνος να χτυπάει τον στόχο του.
Επρόκειτο για μία αιματηρή και απάνθρωπη εκπαίδευση. Ωστόσο στα μέσα του 2013, αμέσως μετά την αποχώρηση του Συριακού στρατού από την Ράκα, ο Καλίντ συνασπίζεται με την Ahrar al-Sham – μια σκληρή ισλαμική ομάδα που προσπαθεί να πάρει υπό τον έλεγχό της την πόλη και να εξαλείψει τους αντιπάλους της.
Ο Καλίντ ήταν ένας από τους διοικητές της ομάδας, υπεύθυνος για το γραφείο ασφαλείας της οργάνωσης στη Ράκα.
Όπως σημείωσε στο BBC, όταν η Συριακή επανάσταση έκανε τα πρώτα βήματά της το 2011, ήταν ένας άνθρωπος ειρήνης, «λίγο θρησκευτικός, αλλά όχι πολύ αυστηρός», που εργαζόταν ως διοργανωτής τελετών.
«Ήταν ένα εκπληκτικό συναίσθημα ελευθερίας αναμεμειγμένο με το φόβο του καθεστώτος», λέει, περιγράφοντας την πρώτη ημέρα που εντάχθηκε στις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
«Αισθανθήκαμε ότι κάναμε κάτι για να βοηθήσουμε τη χώρα μας, να φέρουμε την ελευθερία και να καταστούμε σε θέση να επιλέξουμε κάποιον άλλο Πρόεδρο πέραν του Άσαντ. Ήμασταν μία μικρή ομάδα 25-20 ανθρώπων» αναφέρει.
Ο Καλίντ προσθέτει ότι κανείς δεν είχε σκεφτεί να πάρει όπλο κατά τις πρώτες ημέρες των διαδηλώσεων: «δεν είχαμε κουράγιο για αυτό» λέει χαρακτηριστικά, ωστόσο οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν και ξυλοκόπησαν ανθρώπους χωρίς λόγο.
Μία μέρα συνέλαβαν τον ίδιο.
«Με μετέφεραν από το σπίτι μου στο Τμήμα Ασφαλείας κατά των Εγκλημάτων, μετά και σε άλλα τμήματα. Πολιτική ασφάλεια, εθνική ασφάλεια και τελικά στις Κεντρικές Φυλακές όπου και παρέμεινα για ένα μήνα προτού με απελευθερώσουν.
Από την ώρα που μπήκα στις Κεντρικές Φυλακές δεν μπορούσα να περπατήσω και να κοιμηθώ από τον πόνο που ένιωθα στην πλάτη μου».
Ο Καλίντ αποκαλύπτει ότι ο πιο βίαιος βασανιστής του ήταν ένας φρουρός του τμήματος Ασφαλείας κατά των Εγκλημάτων που τον υποχρέωνε να γονατίζει μπροστά σε μία φωτογραφία του Ασάντ λέγοντάς του: «Ο θεός σου θα πεθάνει, ενώ εκείνος δεν θα πεθάνει. Ο θεός πεθαίνει, ο Ασάντ αντέχει. Είχε βάρδια κάθε δεύτερη μέρα και ήξερα ότι τις συγκεκριμένες ημέρες θα με βασανίζει».
«Συνήθιζε να με κρεμάει από τα χέρια μου με αλυσίδες στην οροφή. Με ανάγκαζε να γδυθώ, μετά με τοποθετούσε στο ιπτάμενο χαλί, όπως αποκαλούσε τον βασανισμό μου και να μαστιγώνει την πλάτη μου. Μου έλεγε συνεχώς: Σε σιχαίνομαι, σε σιχαίνομαι, θέλω να πεθάνεις, εύχομαι να πεθάνεις στα χέρια μου.»
«Όταν βγήκα από τη φυλακή ήμουν παράλυτος και όταν με μετέφεραν στις Κεντρικές Φυλακές, όσοι κρατούμενοι με αντίκρυσαν ξέσπασαν σε κλάματα και λυγμούς. Με μετέφεραν εκεί με φορείο.
Αποφάσισα ότι αφού ο Θεός με έσωσε, θα τον έβρισκα και θα τον σκότωνα όπου κι αν πήγαινε. Ακόμη κι αν κατέφευγε στη Δαμασκό, θα τον σκότωνα».
Αμέσως μόλις ο Καλίντ αφέθηκε ελεύθερος, ξεκίνησε ένοπλο αγώνα κατά της κυβέρνησης.
Ισχυρίζεται ότι βοήθησε 35 Σύρους στρατιώτες να αυτομολήσουν από την 17η Μονάδα Εφοδιασμών που έδρευε στα βορειοανατολικά της χώρας.
Κάποιους από αυτούς τους απήγαγε, πουλώντας τις θέσεις τους για να βγάλει χρήματα και να αποκτήσει όπλα.
Μερικές φορές, φανερώνει, ένωσε τις δυνάμεις του με ελκυστικές γυναίκες για να δελεάσει «περιβόητους ανθρώπους που έβλαψαν διαδηλωτές» προσφέροντάς τους γάμο.
Τους χάρισε τη ζωή, αλλά προηγουμένως τους ανάγκασε να αυτομολήσουν και βιντεοσκοπούσε τη δήλωσή τους, ώστε να μην μπορούν ξανά να υπηρετήσουν τον Άσαντ. Για τους πρώτους ομήρους του, τα λύτρα ορίστηκαν στα 15 Καλάσνικοφ, ή την αξία των όπλων σε μετρητά.
Στον φύλακα που τον βασάνισε δεν χαρίστηκε σε τίποτα.
“Ρώτησα τους πάντες για τον φρουρό που δούλευε στο Τμήμα κατά των Εγκλημάτων μέχρι να τον βρω. Τον ακολουθήσαμε σπίτι και τον απαγάγαμε”.
“Όσο ήμουν στη φυλακή μου είχε πει κάτι το οποίο του θύμισα αργότερα: Αν καταφέρεις να βγεις από αυτή τη φυλακή ζωντανός και καταφέρεις να με αιχμαλωτίσεις, μη με λυπηθείς. Και αυτό έκανα”.
Τον έσυρα σε μία φάρμα κοντά στις Κεντρικές Φυλακές και του έκοψα το χέρι με ένα χασαπομάχαιρο. Έπειτα του τράβηξα έξω τη γλώσσα και την έκοψα με ψαλίδι. Και ακόμα δεν ήμουν ικανοποιημένος.
Τον σκότωσα όταν άρχισε να με εκλιπαρεί. Είχα επιστρέψει για εκδίκηση, συνεπώς δεν φοβόμουν τίποτα.
Παρά τις μεθόδους που χρησιμοποίησα για τον βασανισμό του, δεν αισθάνομαι μετάνοια ή λύπη. Αντιθέτως, αν με κάποιο τρόπο επέστρεφε στη ζωή θα έπραττα το ίδιο.
Αν υπήρχε κάποια υπηρεσία να τον καταγγείλω, να αναφέρω ότι χτυπάει και εξευτελίζει κρατούμενους, δεν θα του το είχα κάνει αυτό. Ωστόσο δεν υπήρχε κανείς για να διαμαρτυρηθείς και κανένα κράτος για να τον σταματήσει.
Ο Καλίντ είχε χάσει την πίστη του στην επανάσταση. Μοναδικό του ενδιαφέρον έγινε η καθημερινή του μάχη για επιβίωση. Και σύντομα θα αναλάμβανε έναν ακόμη πιο σκοτεινό ρόλο στην κτηνώδη διαμάχη της Συρίας, ως δολοφόνος για την τζιχαντιστική οργάνωση ISIS.
Η φιλία ή η προδοσία, οι διαμάχες για τις τακτικές και οι ταλαντεύσεις στην ισορροπία για την εξουσία εξωθούσαν πολλούς επαναστάτες της Συρίας να εναλλάσσονται στις διάφορες φατρίες, μερικές φορές επανειλημμένα.
Έτσι έπραξε και ο Καλίντ ο οποίος εγκατέλειψε τους ισλαμιστές του Ahrar al-Sham που τον εκπαίδευσαν ως δολοφόνο και εντάχθηκε στο μέτωπο al-Nusra, η οποία έγινε στη συνέχεια η επίσημη θυγατρική της Αλ Κάιντα στη Συρία.
Μέχρι τις αρχές του 2014, το Ισλαμικό Κράτος – το οποίο ο ίδιος και άλλοι μαχητές κάποτε κοροϊδεύαν -είχε εκτοπίσει τις ομάδες ανταρτών εκτός Ράκας. Η πόλη θα γινόταν η de facto πρωτεύουσα του «χαλιφάτου» του Ισλαμικού Κράτους.
Οι παραστρατιωτικοί τρομοκρατούσαν τους πολίτες με αποκεφαλισμούς, σταυρώσεις και βασανιστήρια. Το Ισλαμικό Κράτος τους έπαιρνε τις περιουσίες, σκότωνε και φυλάκιζε για τον πλέον ανόητο λόγο σημειώνει ο Καλίντ.
Αν έλεγες «Ω Μωάμεθ» θα σε σκότωναν για βλασφημεία. Αν έβγαζες φωτογραφίες με το κινητό σου σε περίμενε τιμωρία. Αν κάπνιζες οδηγούσουν στη φυλακή. Έκαναν τα πάντα: σκότωναν, έκλεβαν, βίαζαν.
Κατηγορούσαν μία γυναίκα για μοιχεία και στη συνέχεια την πετροβολούσαν μέχρι θανάτου μπροστά στα παιδιά της. Προσωπικά δεν τολμώ να σκοτώσω ούτε κοτόπουλο μπροστά στα αδέρφια μου.
Οι τζιχαντιστές εξαγόρασαν βασικούς ηγέτες των επαναστατών με μετρητά και θέσεις ψηλά στην ιεραρχία. Στον Καλίντ προσφέρθηκε η θέση του προϊσταμένου ασφαλείας, με δικό του γραφείο και εξουσία πάνω στους τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους. Καταλάβαινε ότι αν δεν αποδεχόταν τη θέση θα υπέγραφε τη θανατική του καταδίκη.
Έτσι προχώρησε σε έναν τρομακτικό προσωπικό συμβιβασμό.
«Συμφώνησα» είπε «αλλά με την συγκατάθεση του Αμπού Αλ Αμπάς, ενός από τους βασικούς ηγέτες της Αλ Νούσρα, έγινα διπλός πράκτορας. Έδειχνα στο Ισλαμικό Κράτος ένα φιλικό πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα απήγαγα στα κρυφά και ανέκρινα μέλη τους, τα οποία στη συνέχεια εκτελούσα.
Ο πρώτος που απήγαγα ήταν Σύρος, ο ηγέτης ενός καμπ εκπαίδευσης των τζιχανιστών.
Το κίνητρο της οργάνωσης Αλ Νούσρα να κατασκοπεύει το Ισλαμικό Κράτος ήταν προφανές: Είχε απορρίψει τη συγχώνευση που είχε αναγγείλει ο ηγέτης του ISIS Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι το 2013 και είχε ευθυγραμμιστεί με άλλες ομάδες ανταρτών.
Η απόφαση του Καλίντ έμοιαζε με επιθανάτιο βρόγχο, ωστόσο ο ίδιος ομολόγησε ότι εκτέλεσε 16 τζιχαντιστές, πυροβολώντας τους μέσα στο ίδιο τους το σπίτι χρησιμοποιώντας πιστόλι με σιγαστήρα.
Υποστηρίζει ότι είχαν πουλήσει την θρησκεία τους για το χρήμα, προδίδοντας τον Αχράρ αλ Σαμ και τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, την πρώτη συμμαχία που υποστηριζόταν από τους δυτικούς και που πρώτη απέκοψε την Ράκα από τον κυβερνητικό έλεγχο.
Ένα από τα θύματά του ήταν ένας Ισλαμιστής μελετητής από το αλ Μπάμπ. «Χτύπησα την πόρτα του. Εκείνος άνοιξε. Αμέσως εισέβαλλα στο εσωτερικό με ένα πιστόλι κολλημένο στο πρόσωπό του.
Η γυναίκα του άρχισε να ουρλιάζει. Ήξερε ότι είχα έρθει για να τον σκοτώσω.
Πριν του πω ο,τιδήποτε με ρώτησε: «Τι θέλεις από μένα; Λεφτά; Αυτά είναι όλα όσα έχω, πάρε όσα θες». Του απάντησα: «όχι, δεν ήρθα για λεφτά» και κλείδωσα τη γυναίκα του σε ένα άλλο δωμάτιο
Επανέλαβε: «Πάρε τα λεφτά αλλά μη με σκοτώσεις. Μπορείς ακόμη και να κοιμηθείς και με τη γυναίκα μου μπροστά στα μάτια μου αλλά μη με σκοτώσεις». Αυτό που είπε με ενθάρρυνε να τον σκοτώσω.
Στους εμίρηδες του Ισλαμικού Κράτους άρεσαν οι νεωτερισμοί, και συνήθιζαν να σκοτώσουν όσους δωροδοκούσαν προκειμένου να τους αντικαταστήσουν με νέο αίμα.
Κάποιες φορές κατηγορούσαν τα μαχητικά που ανήκαν στον συνασπισμό που τελούσε υπό τις οδηγίες των ΗΠΑ και κάποιες άλλες απλά δεν ενδιαφέρονταν. Ένα μήνα αφού αποδέχτηκε τη δουλειά για λογαριασμό του Ισλαμικού Κράτους, ο Καλίντ ήταν βέβαιος ότι θα έρθουν και για αυτόν.
Ο δολοφόνος αυτομόλησε για να σώσει τη ζωή του. Πρώτα οδικώς στα ανατολικά μέχρι την πόλη Ντέιρ αλ Ζουρ και αργότερα πέρασε στην Τουρκία.
Ερωτηθείς αν έχει μετανιώσει για κάτι ή αν φοβάται ότι κάποια μέρα μπορεί να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη λέει απλά:
«Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως θα αποδράσω και θα μείνω ζωντανός».
«Δεν είναι έγκλημα ό,τι έκανα. Όταν βλέπεις κάποιον να σε σημαδεύει με όπλο και να χτυπά τον πατέρα σου, να σκοτώνει τον αδερφό σου ή τους συγγενείς σου, δεν μπορείς να παραμείνεις σιωπηλός και καμία δύναμη δεν μπορεί να σε σταματήσει. Ό,τι έκανα το έκανα στα πλαίσια αυτοάμυνας.
Σκότωσα πάνω από 100 ανθρώπους σε μάχες εναντίον του καθεστώτος και του Ισλαμικού Κράτους και δεν το μετανιώνω… επειδή ο Θεός ξέρει ότι ποτέ δεν σκότωσα κάποιον αθώο ή άμαχο.
Όταν κοιτάζω στον καθρέφτη βλέπω τον εαυτό μου σαν πρίγκιπα. Και κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια επειδή όποιον μου ζήτησαν να σκοτώσω άξιζε να πεθάνει.
Όταν εγκατέλειψα τη Συρία έγινα πολίτης ξανά. Πλέον, αν κάποιος μου μιλήσει με αγένεια γυρίζω και του απαντώ: Όπως επιθυμείς».