Ισραηλινοί κατάσκοποι παρακολουθούσαν σε πραγματικό χρόνο τις ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών να εξαπολύουν επιθέσεις σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε όλον τον κόσμο, αναζητώντας τους πηγαίους κώδικες των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, υποστηρίζει σε δημοσίευμά της η εφημερίδα New York Times.
Οι ισραηλινές υπηρεσίες κατάφεραν να δουν, εδώ και πάνω από δύο χρόνια, πώς οι Ρώσοι μπήκαν σε πληροφοριακά συστήματα χάρη στο δημοφιλέστατο αντιβιοτικό πρόγραμμα της ρωσικής εταιρείας Kaspersky Lab που χρησιμοποιείται από σχεδόν 400 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο.
Μεταξύ αυτών των χρηστών ήταν, μέχρι πρόσφατα, και οι αμερικανικές ομοσπονδιακές υπηρεσίες.
Οι Ισραηλινοί αποφάσισαν να προειδοποιήσουν τους Αμερικανούς συναδέλφους τους για την «εισβολή» και κατόπιν ελήφθη η απόφαση, τον περασμένο μήνα, να απεγκατασταθούν όλα τα προγράμματα Kaspersky από όλους τους κυβερνητικούς αμερικανικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, χρησιμοποιώντας αυτό το αντιβιοτικό ως «Δούρειο Ίππο», οι ρωσικές υπηρεσίες κατάφεραν να αποκτήσουν έγγραφα της NSA (της υπηρεσίας ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων των ΗΠΑ) από την οποία είχε κλέψει μεγάλο αριθμό εγγράφων και ο Έντουαρντ Σνόουντεν το 2013.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Ρώσοι έκλεψαν απόρρητα έγγραφα από έναν υπάλληλο της NSA που τα είχε αποθηκεύσει στον προσωπικό υπολογιστή του.
Η υπόθεση αυτή αποκαλύφθηκε στις 6 Οκτωβρίου από την εφημερίδα Wall Street Journal.
Η εταιρεία Kaspersky είχε τονίσει τότε ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη για συνεργασία της με τις ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών.
«Το να καταχρόμαστε την εμπιστοσύνη των πελατών μας για να διευκολύνουμε την κατασκοπεία μιας κυβέρνησης θα ήταν αντίθετο με την ηθική μας» διαβεβαίωσε ο ιδρυτής της, Γεβγκένι Κασπέρσκι.
Ο αντιπροεδρος της εταιρείας Kaspersky Lab Αντόν Σίνγκαρεφ, δήλωσε στο ρωσικό ραδιοφωνικό σταθμό Bfm.ru, ότι «η εταιρεία ποτέ δεν βοήθησε και δεν θα βοηθήσει καμία κυβέρνηση να κάνει κατασκοπεία».
Αναφέρει μάλιστα ότι όταν η εταιρεία δοκίμαζε ένα από τα πρόγραμμα της «εντοπίσαμε μια μη συμβατή λειτουργία στο δίκτυο μας, την οποία αρχίσαμε να τη μελετάμε και κατ’ αυτόν τον τρόπο ανακαλύψαμε ότι στο πρόγραμμα μας υπάρχει ένα κακόβουλο κατασκοπευτικό λογισμικό, το οποίο το πιθανότερο είναι ότι είχε δημιουργηθεί με τη συνδρομή κάποιου κράτους.
»Πραγματοποιήσαμε έρευνα και εν συνεχεία αποφασίσαμε δημοσίως να ανακοινώσουμε το θέμα αυτό, ακολουθώντας τις βέλτιστες πρακτικές που υιοθετεί διεθνώς ο επιχειρηματικός κόσμος.
»Μπορώ να σας πω με βεβαιότητα, ότι ήταν μια εξαιρετικά περίπλοκη επίθεση, πολύ βαριά , πολύ κοστοβόρα και επειδή έγινε εναντίον της εταιρείας μας, όχι με σκοπό να κλέψουν χρήματα, μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι ήταν μια κατασκοπευτική επίθεση, πίσω από την οποία βρίσκεται κάποιο κράτος».
Ο Αντόν Σίνγκαρεφ στην συνέντευξη του αυτή, λέει ότι «θεωρητικά κάθε πρόγραμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κακούς σκοπούς, αλλά εμείς κάνουμε ό,τι εξαρτάται από εμάς για να ελαχιστοποιήσουμε αυτούς τους κινδύνους και να τους εκμηδενίσουμε».
Ο ίδιος δεν αποκλείει εκατό τοις εκατό το ενδεχόμενο της ύπαρξης κάποιου insider, παρότι λέει ότι «η δουλειά μας είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο που ο κίνδυνος αυτός είναι ελάχιστος».
Στο ερώτημα αν προτίθεται η εταιρεία να αντιδράσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο στο δημοσίευμα της εφημερίδας New York Times ή της The Wall Street Journal, ο Σίνγκαρεφ δηλώνει:
«Αναμφίβολα, ξεκινήσαμε μια εσωτερική έρευνα ευελπιστώντας ότι θα πεισθούμε για μια ακόμη φορά , ότι όλα τα συστήματα προστατεύονται πράγματι σε ύψιστο επίπεδο, ότι δεν υπήρξαν οι οποιεσδήποτε διαρροές» και πως «επιπλέον είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε μια έρευνα επισήμως σε συνεργασία με τις αρχές ασφαλείας της Ρωσίας και των ΗΠΑ, εάν έχουν να προσκομίσουν κάποια στοιχεία και τους καλούμε με κάθε τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί μας».