Με αναγγελία θυελλωδών ανέμων μοιάζει η κίνηση με την οποία η Βρετανή πρωθυπουργός εγκαινίασε επισήμως την Τετάρτη την περίοδο των δύο ετών διαπραγμάτευσης για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε.
Έπειτα από τέσσερις δεκαετίες συνύπαρξης, η τυπική αίτηση διαζυγίου από τους Ευρωπαίους εταίρους, δηλαδή η επιστολή της κ. Τερέζα Μέι προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, υποβλήθηκε 280 ημέρες μετά το δημοψήφισμα του περασμένου έτους και την απόφαση των Βρετανών για το Brexit.
Ήρθε εν μέσω συνδυασμού κρίσεων, μεταναστευτικού, οικονομικής κρίσης και κρίσης του ευρώ, αλλά και κυοφορούμενων πολιτικών ανατροπών που μπορούν να αποτελέσουν υπαρξιακή κρίση για την Ε.Ε.
Μολονότι στην επιστολή της η κ. Μέι επιμένει πως δεν πρόκειται για κίνηση εχθρική προς την Ε.Ε. και επανειλημμένως εκφράζει την επιθυμία για διατήρηση καλής σχέσης συνεργασίας, το κλίμα στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν προοιωνίζεται εχθρικό.
Στην επιστολή της η Βρετανή πρωθυπουργός τονίζει επανειλημμένως ότι θεωρεί αναγκαία την παράλληλη διαπραγμάτευση, αφενός για τους όρους του Brexit και αφετέρου για το είδος σχέσης που θα έχει η Βρετανία με τους πρώην εταίρους της μετά το Brexit.
Ώρες μετά την κοινοποίησή της, όμως, η Γερμανίδα καγκελάριος απέκλεισε κάθε διαπραγμάτευση σχετική με τους μελλοντικούς δεσμούς της Βρετανίας με την Ε.Ε. προτού καθοριστούν οι όροι της εξόδου της από την Ε.Ε.
Την ίδια θέση επαναλαμβάνει σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που διέρρευσε στον Τύπο δύο ημέρες μετά.
Παράλληλα, τόσο οι Βρυξέλλες όσο και το Βερολίνο, που εναρμονίζεται με την Ε.Ε., καλούν το Λονδίνο να καταβάλει πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων το τίμημα των 50 δισ. στερλινών, τα περίπου 57 δισ. ευρώ δηλαδή, στα οποία υποστηρίζουν κοινοτικοί αξιωματούχοι ότι ανέρχονται οι υποχρεώσεις της Βρετανίας προς την Ε.Ε.
Δύσκολη σχέση
Θέτουν εν ολίγοις την καταβολή του επίμαχου ποσού ως προϋπόθεση για την έναρξη της διαπραγμάτευσης, καθιστώντας σαφές στο Λονδίνο ότι η διαδικασία προς τη σύναψη μιας άλλης συμφωνίας ειδικής σχέσης με την Ε.Ε. δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.
Αυξάνουν, έτσι, σύμφωνα με τη γενική εκτίμηση οικονομικών και πολιτικών αναλυτών, τις πιθανότητες ενός «σκληρού Brexit».
Για να δικαιολογήσει τη σκληρή στάση του Βερολίνου, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επικαλείται την ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα της Ε.Ε. και υποστηρίζει πως κανείς δεν έχει πρόθεση να τιμωρήσει τη Βρετανία, αλλά «πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι να διατηρήσουμε όσο στενότερη γίνεται την ενότητα της υπόλοιπης Ευρώπης».
Με την άποψη της Γερμανίας συντάχθηκε, άλλωστε, πλήρως ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, τονίζοντας ότι η Βρετανία δεν θα μπορεί να διαπραγματευθεί σε διμερή βάση με χώρες-μέλη παρά μόνον με την Ε.Ε. στο σύνολό της.
Οι τόνοι είναι, όμως, εξίσου υψηλοί και από βρετανικής πλευράς, με τον Ντέιβιντ Ντέιβις, ειδικό διαπραγματευτή της Βρετανίας για το Brexit, να αποκλείει εκ προοιμίου την πιθανότητα να καταβάλει το Λονδίνο τα 57 δισ. ευρώ στα ταμεία της Ε.Ε. και, παράλληλα, να επιμένει πως η Ε.Ε. δεν έχει δώσει «καμία εξήγηση» για να δικαιολογήσει το ποσό.
Η εξέλιξη είναι πρωτοφανής στα 60 χρόνια που έχουν παρέλθει από τη Συνθήκη της Ρώμης και φέρνει μαζί της την αβεβαιότητα τόσο για τη Γηραιά Αλβιώνα όσο και για την Ε.Ε.
Πολλοί εκτιμούν ότι η επίσημη έναρξη της διαδικασίας του Brexit προοιωνίζεται φυγόκεντρες δυνάμεις στους κόλπους της Ε.Ε., δεδομένης της δημοσκοπικής ανόδου πολιτικών σχηματισμών σε Γαλλία και Ιταλία, που υποστηρίζουν τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για την παραμονή ή την έξοδό τους από την Ευρωζώνη.
Είναι εξίσου πιθανόν η απόσχιση της Βρετανίας (καθοριστικής ευρωπαϊκής δύναμης με οικονομικούς, πολιτικούς, διπλωματικούς, στρατιωτικούς αλλά ακόμη και ιστορικούς όρους) να αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα άλλο κύμα αμφισβήτησης της ενότητας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Σκωτία ετοιμάζεται για δεύτερο δημοψήφισμα σχετικά με την απόσχισή της από τη Βρετανία, αν και, προς το παρόν, η επιθυμία της προσκρούει στη σθεναρή αντίσταση της κ. Μέι.
Πηγή: Καθημερινή