“Πρέπει να δοθεί ώθηση στα δημόσια έργα για να δοθεί ώθηση στην χώρα. Η λιτότητα αποτελεί αλλοφροσύνη”, δήλωσε ο Ματέο Ρέντσι κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην κεντρική Ιταλία.
«Τα δημόσια έργα αποτελούν μήνυμα για την χώρα: πρέπει να γίνουν, να δοθεί νέα ώθηση. Πρόκειται για μήνυμα προς τον τουρισμό και την οικονομία και η οδός αυτή αποτελεί ένα διαφορετικό μοντέλο και σημείο αναφοράς για το μέλλον της Ιταλίας», πρόσθεσε ο Ιταλός κεντροαριστερός πρωθυπουργός.
Ποια μηνύματα έστειλε στην Ευρώπη
Ο Ρέντσι, στην συνέχεια, αναφέρθηκε με αμεσότερο τρόπο και στην Ευρώπη τονίζοντας: «Ξαναβάζοντας σε τάξη τα πράγματα στην Ιταλία, δείχνουμε και μια ξεκάθαρη κατεύθυνση για την Ευρώπη. Η Ιταλία κλείνει τα κεφάλαια που είχαν μείνει ημιτελή και μπορεί να πάει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να πει ότι πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες επενδύσεις σε υποδομές και να τεθεί τέρμα στην λιτότητα η οποία περιέκοψε τις επενδύσεις. Η αποδοχή της αρχής αυτής αποτέλεσε πράξη οικονομικής και πολιτισμικής αλλοφροσύνης».
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον ιταλικό τύπο, η κυβέρνηση της Ρώμης σχεδιάζει να προωθήσει προς ψήφιση μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, με στόχο να αρθεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, όπως και η αυτόματη, ετήσια αύξηση των μισθών τους.
Κάθε χρόνο, σύμφωνα με το σχέδιο της κυβέρνησης, θα αξιολογείται από τις διευθύνσεις των υπουργείων και δημοσίων υπηρεσιών γενικότερα, η χρησιμότητα και η επίδοση του κάθε υπαλλήλου. Σε περίπτωση μη ικανοποιητικής απόδοσης ή οικονομικών προβλημάτων, ο κάθε εργαζόμενος θα μετατάσσεται σε άλλη υπηρεσία ή θα λαμβάνει το 80% του μισθού για δυο χρόνια, περίοδο κατά την οποία θα τίθεται σε διαθεσιμότητα.
Αν στο τέλος των είκοσι τεσσάρων αυτών μηνών δεν έχει βρεθεί άλλη οργανική θέση (η οποία μπορεί να προβλέπει και υποβάθμιση ή μερική μείωση του μισθού), ο δημόσιος υπάλληλος θα μπορεί να απολύεται.
Τα ιταλικά συνδικάτα, στις πρώτες τους αντιδράσεις έκαναν γνωστή την αντίθεσή τους στο σχέδιο μεταρρύθμισης και ζήτησαν εκτενή διάλογο. Προς το παρόν, όμως, η κυβέρνηση Ρέντσι φαίνεται αποφασισμένη να ζητήσει από το κοινοβούλιο να εγκρίνει το μέτρο, χωρίς να έχει προηγηθεί αναλυτικός κοινωνικός διάλογος.