Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε η Άνγκελα Μέρκελ με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, η Γερμανίδα καγκελάριος εξέφρασε στο Ρώσο πρόεδρο τη “μεγάλη ανησυχία” της για τις εξελίξεις στην Ουκρανία.
Όπως δήλωσε στον Τύπο ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης Στέφεν Ζάιμπερτ η κ. Μέρκελ «εξέφρασε στη διάρκεια αυτής της τηλεφωνικής επικοινωνίας τη μεγάλη της ανησυχία για την τεταμένη κατάσταση στην ανατολική Ουκρανία και δήλωσε ότι αναμένει από τη ρωσική κυβέρνηση να επιδείξει ξεκάθαρα την επικύρωση της συμφωνίας της Γενεύης και ότι εργάζεται για την εφαρμογή της».
«Οι εξελίξεις στην ανατολική Ουκρανία είναι σοβαρές, ανησυχητικές. Αυτό που συνέβη μετά τη Γενεύη είναι απόλυτα απογοητευτικό, κυρίως από τη ρωσική πλευρά, δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε καμία πρόοδο», πρόσθεσε ο Ζάιμπερτ, ρίχνοντας όλες τις ευθύνες στη Μόσχα και αθωώνοντας τη μεταβατική και για πολλούς παράνομη κυβέρνηση του Κιέβου.
«Η Ρωσία πρέπει δημόσια, ξεκάθαρα να δείξει ότι υποστηρίζει πλήρως την ανακοίνωση της Γενεύης και πρέπει να ζητήσει από τις ένοπλες φιλορωσικές ομάδες στην Ουκρανία να συμπεριφέρονται με ειρηνικό τρόπο και να καταθέσουν τα όπλα», είπε ο Ζάιμπερτ.
Από την πλευρά του το Κρεμλίνο αναφέρθηκε στην τηλεφωνική επικοινωνία επισημαίνοντας ότι οι δύο ηγέτες «αντάλλαξαν απόψεις για την κρίσιμη κατάσταση στην Ουκρανία, αναφερόμενοι στην επιφυλακτικότητα των αρχών του Κιέβου να εφαρμόσουν τη συμφωνία της Γενεύης της 17ης Απριλίου».
«Ο Βλαντίμιρ Πούτιν καταδίκασε έντονα τις προσπάθειες της κυβέρνησης του Κιέβου να χρησιμοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις εναντίον ειρηνικών διαδηλωτών στο νότιο τμήμα της χώρας», στη διάρκεια της συνομιλίας του με τη Μέρκελ, επισημαίνει το Κρεμλίνο στην ανακοίνωσή του. «Οι δύο ηγέτες συζήτησαν επίσης το έργο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και την αποστολή παρατηρητών στην Ουκρανία», προσθέτει η ανακοίνωση.
«Οι ηγέτες των δύο χωρών υπογράμμισαν την ανάγκη να γίνουν το συντομότερο δυνατό συζητήσεις που θα αφορούν την ασφάλεια της παροχής και της διέλευσης του ρωσικού φυσικού αερίου, στις οποίες θα πρέπει να λάβουν μέρος η Ρωσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ουκρανία», κατέληξε το Κρεμλίνο.