Την Τετάρτη η γαλλική Εθνοσυνέλευση καλείται να ψηφίσει το νέο εργασιακό νόμο, με τον οποίο οι εργαζόμενοι χάνουν πολλά από τα δικαιώματα τους.
Ο νέος νόμος προβλέπει σαρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και κυρίως στο ωράριο εργασίας, την αμοιβή των υπερωριών, τα προνόμια των συνδικάτων , τα οποία και αντιδρούν δυναμικά.
Με το λεγόμενο νόμο Ελ Κομρί (από το όνομα της γαλλίδας υπουργού Εργασίας Μιριάμ Ελ Κομρί) η γαλλική κυβέρνηση ήθελε αρχικά να στηρίξει τους εργοδότες.
Ήθελε να αποδείξει επίσης ότι έναν μόλις χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές μπορεί να κάνει μεγάλες μεταρρυθμιστικές τομές.
Ωστόσο οι τελευταίοι μήνες επισφραγίστηκαν από απεργίες, διαδηλώσεις και το λεγόμενο κίνημα «Nuit debout», που προέκυψε ως αντίδραση στην αναθεώρηση του εργατικού κώδικα.
Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις η πλειοψηφία των Γάλλων αντιτάσσεται στην εργασιακή μεταρρύθμιση. Η ημέρα της κρίσης είναι η Τετάρτη 20 Ιουλίου, κατά την οποία Εθνοσυνέλευση καλείται να επικυρώσει στην Ολομέλεια το νέο εργασιακό νόμο. Για την κυβέρνηση Ολάντ η συγκεκριμένη ψηφοφορία έχει το χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης.
Θα καταργηθεί τελικά το «ιερό» 35άρωρο και θα μπορέσει να εισαχθεί και στη Γαλλία ένα εργασιακό μοντέλο «hire and fire» στο πρότυπο των ΗΠΑ;
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου οι εταιρείες θα έχουν στο εξής το δικαίωμα να αυξάνουν κατά διακριτική ευχέρεια το ωράριο εργασίας έως και κατά δύο ώρες ημερησίως.
Μέχρι σήμερα οι εργάσιμες ώρες δεν μπορούν να ξεπερνούν τις δέκα, ενώ μελλοντικά αυτές θα μπορούν να γίνουν δώδεκα.
Eπίσης αλλάζουν επί τα χείρω τα όσα ισχύουν για την πληρωμή των υπερωριών. Ακόμη, σύμφωνα με ειδικούς, στο νέο εργασιακό τοπίο μειώνεται εμφανώς η δυνατότητα παρέμβασης των εργατικών συνδικάτων.
Πράγματι τα συνδικάτα βρίσκονται στο στόχαστρο του νέου νομοθετήματος. Φυσικά οι εργαζόμενοι πάντα βρίσκονται έναντι των εργοδοτών τους σε μειονεκτική θέση αλλά αυτή η θέση αναμένεται να επιδεινωθεί κι άλλο, αναφέρει ο Φαμπρίς Ανζεΐ από το συνδικάτο εργαζομένων CGT, o oποίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με τη γαλλική κυβέρνηση.
Όπως επισημαίνει, αν μια εταιρεία στην αγορά υιοθετήσει τους χαλαρούς εργασιακούς όρους που προβλέπει το νομοσχέδιο «αυτό θα οδηγήσει σε ένα είδος ντάμπινγκ» κι αυτό θα είναι μόνο η αρχή του τέλους του γαλλικού μοντέλου κοινωνικής προστασίας.
Από την άλλη πλευρά τις απόψεις αυτές δεν συμμερίζονται οι εργοδοτικοί φορείς. Ο Μισέλ Γκιλμπώ, γενικός διευθυντής της Μedef, της μεγαλύτερης ένωσης εργοδοτών της Γαλλίας δεν θεωρεί ότι η γαλλική κυβέρνηση αποδυναμώνει το εργατικό δίκαιο.
Για παράδειγμα ο περιορισμός της αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης δεν έχει υποχρεωτική ισχύ, λειτουργεί προαιρετικά.
Επίσης στο μέλλον η εργοδοτική πλευρά θα πρέπει να αποδείξει ότι τα κέρδη της έχουν υποστεί μεγάλο πλήγμα πριν προχωρήσει σε απολύσεις, ενώ θα πρέπει να λαμβάνει και ειδική άδεια από τις αρμόδιες αρχές.
Αυτό ισχύει και για πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Γαλλία. Γι αυτές βέβαια αρκεί να αποδείξουν ότι έχουν μείωση των κερδών τους στη διεθνή αγορά και όχι κατ’ανάγκη μόνο στη Γαλλία.
«Αυτά τα μέτρα τα χρειαζόμασταν επειγόντως. Η οικονομία μας πρέπει επειγόντως να γίνει ανταγωνιστική», αναφέρει ο Μ. Γκιλμπώ.
Σε κάθε περίπτωση στόχος της κυβέρνησης Ολάντ είναι η συνολική αναθεώρηση του γαλλικού εργατικού κώδικα, ενός από τα πλέον σύνθετα νομοθετήματα του είδους στις λεγόμενες βιομηχανικές χώρες.
Για τον γάλλο οικονομολόγο Φιλίπ Κρεβέλ πρόκειται ωστόσο ακόμη για ένα νομοθέτημα με ασαφές περιεχόμενο και αβέβαιη τύχη.
«Πρόκειται εν τέλει για μια ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ των συνδικάτων και της κυβέρνησης», λέει χαρακτηριστικά. Αντίθετα ο Μισέλ Γκιλμπώ εκτιμά ότι όλο αυτό το κακό δεν γίνεται για το τίποτα.
Όπως σημειώνει: «Μετά από όλα αυτά τελικά μιλάμε για ζητήματα, τα οποία ήταν εντελώς ταμπού πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια, όπως οι ώρες εργασίας (…) Νομίζω ότι πολλοί έχουν στο μεταξύ καταλάβει ότι έχει έρθει η ώρα για μεταρρυθμίσεις».
Εν πάση περιπτώσει το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο τίθεται προς ψήφιση ενώπιων των γάλλων βουλευτών αύριο. Τα συνδικάτα πάντως από την πλευρά τους έχουν ήδη προαναγγείλει νέες κινητοποιήσεις για τις 15 Σεπτεμβρίου.
ΠΗΓΗ: dw.com