Κατά καιρούς, η μάχη ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος (ISIS) φάνηκε να συνδέεται με την γραμμή 560 μιλίων που χωρίζει την Τουρκία από την Συρία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία έχουν συχνά προτρέψει την Άγκυρα να σφραγίσει τα νότια σύνορά της, προκειμένου να διακόψει τις προμήθειες και τους εθελοντές που προορίζονται για την ριζοσπαστική ομάδα.
Για ένα μεγάλο μέρος της σύγκρουσης, οι Τούρκοι αξιωματούχοι ανταποκρίθηκαν ψύχραιμα στις εκκλήσεις αυτές.
Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι το κλείσιμο των συνόρων είναι αδύνατο.
Το ISIS έχει καταλάβει σημαντικά τμήματα του εδάφους στην συριακή πλευρά της μεθορίου και η στεγανοποίηση ή η επάνδρωση μιας τέτοιας απόστασης θα ήταν δαπανηρή και θα απαιτούσε έναν τεράστιο αριθμό προσωπικού ασφαλείας.
Περαιτέρω, το σταμάτημα όλης της κίνησης από την Συρία θα σήμαινε επίσης την μαζική αποτροπή των προσφύγων.
Μερικοί επικριτές, συμπεριλαμβανομένων του Βλαντιμίρ Πούτιν και του ηγέτη της τουρκικής φιλοκουρδικής αντιπολίτευσης Σελαχετίν Ντεμιρτάς, ισχυρίστηκαν ότι άλλοι παράγοντες παίζουν ρόλο στην προσέγγιση της Άγκυρας σχετικά με τα νότια σύνορά της.
Η Τουρκία και ανοιχτά και κρυφά υποστηρίζει στοιχεία της συριακής “μετριοπαθούς” ισλαμιστικής αντιπολίτευσης, δραστηριότητα που θα ήταν δύσκολη αν τα σύνορα ήταν κλειστά.
Υπάρχουν επίσης οικονομικά ζητήματα δορυφορικές εικόνες που κυκλοφόρησαν το 2015 από το Υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας φαίνεται να δείχνουν ότι η Τουρκία εξακολουθεί να εμπορεύεται πετρέλαιο μέσω των νότιων συνόρων της.
Η Τουρκία και το ISIS, όπως έχουν υποστηρίξει Ρώσοι αξιωματούχοι, είναι σύμμαχοι και προσπαθούν να βγάλουν χρήματα.
Υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με τις ρωσικές κατηγορίες -ιδίως δεδομένου ότι μέρος αυτού του εμπορίου περνά μέσα από την συριακή κουρδική επικράτεια- ωστόσο αποδείξεις άλλων παράνομων συναλλαγών κατά μήκος των συνόρων και η συνεχής διέλευση εθελοντών του ISIS μέσω της Τουρκίας συνεχίζουν να ανακινούν το ζήτημα.
Η πόλη Γκαζιαντέπ, όπως το έθεσε ένας τοπικός ακτιβιστής, ουσιαστικά λειτουργεί ως ένα «κέντρο ανθρώπινων πόρων» για το ISIS.
Για να εκτιμήσουμε πραγματικά τον αγώνα της Άγκυρας να διατηρήσει και να αστυνομεύει τα νότια σύνορά της με την Συρία, αξίζει να πάμε πιο πίσω από την τρέχουσα σύγκρουση. Από τότε που ιδρύθηκε η Τουρκική Δημοκρατία το 1923, η πολιτική και η οικονομία των συριακών συνόρων έχουν εξοργίσει το ίδιο τους πολιτικούς και τους κατοίκους της επαρχίας.
ΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΜΑΧΗ
Σε αντίθεση με πολλά σύνορα στην Μέση Ανατολή, εκείνα μεταξύ Συρίας και Τουρκίας επιβλήθηκαν με την τουρκική συναίνεση.
Η Άγκυρα αναγνώρισε επίσημα το καλοκαίρι του 1923 με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, την συμφωνία που έληξε τις εχθροπραξίες μεταξύ της συμμαχίας των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εκκολαπτόμενη κυβέρνηση της Τουρκίας.
Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο πρώτος πρόεδρος της Τουρκίας, υποστήριξε ότι η [συνοριακή] γραμμή ήταν κατάλληλη, δεδομένου ότι αντιπροσώπευε τις τελικές θέσεις που καταλήφθηκαν από οθωμανικά στρατεύματα το 1918.
Το πιο σημαντικό, η Άγκυρα επέμεινε ότι η γραμμή με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια χάρασσε το εθνοτικό χάσμα μεταξύ των τουρκικών και των αραβικών λαών.
Μια τέτοια λογική, βέβαια, μπορεί να ήταν απλά ένας εξορθολογισμός της αδύναμης διαπραγματευτικής στάσης της Τουρκίας με την Γαλλία, τον επικυρίαρχο της εντολής της Συρίας.
Αλλά στην μιάμιση δεκαετία που ακολούθησε την Λωζάννη, η Άγκυρα όντως σεβάστηκε τα σύνορα, εργαζόμενη για να επεκτείνει και να εδραιώσει την παρουσία του κράτους στην μεθόριο.
Το 1938, η Γαλλία συμφώνησε να παραχωρήσει την συριακή επαρχία της Αλεξανδρέττας (την σύγχρονη Χατάι) στην Τουρκία, ως αναγνώριση του ευμεγέθους τουρκόφωνου πληθυσμού της περιοχής.
Για να ενισχύσει την τουρκική πλειοψηφία στην Χατάι και σε άλλες παραμεθόριες επαρχίες, η Άγκυρα απομάκρυνε βίαια μερικές τοπικές φυλές και επανεγκατέστησε στην περιοχή εσωτερικά εκτοπισμένους Βαλκανικούς, Τουρκικούς και Αραβικούς πληθυσμούς.
Μέσα από προσεκτική εποπτεία της κυβέρνησης, όπως ήλπιζε η Άγκυρα, ολόκληρη η χώρα θα γινόταν πιο τουρκόφωνη, πιο μονιμοποιημένη [τοπικά], και πιο πιστή χωρίς αμφισβητήσεις στα συμφέροντα του κράτους και έθνους.
Η προσπάθεια του «εκτουρκισμού» εκείνων που ζούσαν κατά μήκος των συνόρων ποτέ δεν πέτυχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Αποδείχτηκε αδύνατο να αναγκαστούν οι έποικοι να παραμείνουν στα προσδιορισμένα εδάφη ή τις πόλεις.
Πολλοί από τις κοινότητες που είχαν εκδιωχθεί από τα σύνορα τελικά επέστρεψαν. Ως αποτέλεσμα, τα σύνορα παραμένουν γλωσσικά και κοινωνικά ποικίλα.
Ακόμη και ο νομαδισμός, σε κάποιο βαθμό, άντεξε. Μέχρι την στιγμή που έληξε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Τουρκία και η Συρία ήταν υποχρεωμένες να συμφωνήσουν σε ένα σύστημα «pasavan», στο οποίο επιλεγμένα άτομα και κοινότητες είχαν την δυνατότητα να διασχίζουν τα σύνορα (συχνά χωρίς ελέγχους).
Με τη σειρά της, η πολιτική της Άγκυρας για δημογραφική αναδιοργάνωση και εκτουρκισμό απέτυχε ουσιαστικά να διατηρήσει τον πληθυσμό σε τάξη.