Αρχικώς οι Γερμανοί πολιτικοί ήθελαν να αποφύγουν μια ανάμειξη στη βρετανική συζήτηση για τα υπέρ και τα κατά του Brexit, φοβούμενοι ότι οποιαδήποτε παρέμβαση θα ενίσχυε, πιθανότατα, περισσότερο το στρατόπεδο των αντιπάλων της Ευρώπης.
Όταν όμως οι υποστηρικτές του Brexit άρχισαν πριν από μερικές εβδομάδες να κερδίζουν συνεχώς έδαφος στις δημοσκοπήσεις, οι παρεμβάσεις του Βερολίνου άρχισαν να διαδέχονται η μια την άλλη και να γίνονται όλο και πιο ηχηρές.
Και αυτό διότι η γερμανική κυβέρνηση επιθυμεί διακαώς την παραμονή των Βρετανών στην Ε.Ε., τόσο για οικονομικούς όσο και πολιτικούς-γεωστρατηγικούς λόγους.
H πιο συγκρατημένη παρέμβαση ήταν εκείνη της καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ που έχει πει ότι «η παραμονή της Μ. Βρετανίας στην ΕΕ είναι για όλους μας το καλύτερο και το πιο ευκταίο σενάριο».
Λιγότερο συγκρατημένος ο αντικαγκελάριος και υπ. Οικονομίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ο οποίος έχει προειδοποιήσει επανειλημμένως για τις «δραματικές» οικονομικές και πολιτικές συνέπειες και για τις δυο πλευρές σε περίπτωση εξόδου της Βρετανίας.
Το πιο αυστηρό μήνυμα όμως έστειλε για άλλη μια φορά ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ο οποίος προειδοποίησε ότι πιθανό «όχι» θα έπληττε κυρίως τους Βρετανούς αφού θα τους στερούσε σημαντικά πλεονεκτήματα. «Μέσα σημαίνει μέσα και έξω σημαίνει έξω», έχει πει χαρακτηριστικά, σκιαγραφώντας, σύμφωνα με αναλυτές, το ουσιαστικό διακύβευμα του σημερινού δημοψηφίσματος.
Η γερμανική πολιτική ηγεσία λοιπόν τάσσεται αναφανδόν υπέρ του Remain και προειδοποιεί παράλληλα για τις οικονομικές και πολιτικές συνέπειες ενδεχόμενου Brexit αλλά και για τον κίνδυνο να ακολουθήσουν στην περίπτωση αυτή και άλλες χώρες.
Την ίδια ώρα η πλειονότητα των Γερμανών τάσσεται υπέρ της παραμονής των Βρετανών στην ΕΕ. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Insa για λογαριασμό της Bild, το 54,4% των ερωτηθέντων απορρίπτει το Brexit ενώ μόλις το 16% εκφράζεται υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ.
Παράλληλα το 31,4% των ερωτηθέντων εκφράζει φόβους ότι ενδεχόμενο Brexit θα είχε αρνητικές συνέπειες για τη γερμανική οικονομία.
Πάντως, παρόμοιο δημοψήφισμα στη Γερμανία δεν θα είχε καμία τύχη, όπως δείχνει άλλη δημοσκόπηση.
Σύμφωνα με σφυγμομέτρηση του Forsa για λογαριασμό του Stern η συντριπτική πλειονότητα των Γερμανών τάσσεται υπέρ της παραμονής της Γερμανίας στην ΕΕ.
Συγκεκριμένα, το 79% θα ψήφιζε υπέρ της παραμονής της Γερμανίας στην ΕΕ ενώ μόλις το 17% κατά.
Τελείως διαφορετική η εικόνα στο στρατόπεδο των οπαδών του ευρωσκεπτικιστικού και ξενοφοβικού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) όπου δυο στους τρεις θα ψήφιζαν υπέρ της αποχώρησης.
Παρά τα προβλήματα και τις διαρκείς κρίσεις στη γηραιά ήπειρο, το 63% των Γερμανών πιστεύει ότι η ΕΕ συνεχίζει να έχει μέλλον ενώ το 31% εκτιμά ότι η ΕΕ θα διαλυθεί.
Τι λέει ο επιχειρηματικός κόσμος
Το ενδεχόμενο Brexit δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα τη γερμανική βιομηχανία.
Όπως προκύπτει από δημοσκόπηση του οικονομικού ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, το 61% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι τυχόν έξοδος της Βρετανίας δεν θα επηρέαζε τις οικονομικές του δραστηριότητές.
Αντίθετη άποψη έχει το 38%.
«Αυτοί που ανησυχούν περισσότερο είναι οι επιχειρήσεις που μετρούν πάνω από 500 εργαζόμενους» καθώς και εκείνοι που εξάγουν, αναφέρουν οι οικονομολόγοι του ινστιτούτου.
Όπως εξηγούν αναλυτές, ενδεχόμενο «όχι» στην ΕΕ θα οδηγούσε πιθανότατα και στην έξοδο της Μ. Βρετανίας από την κοινή αγορά.
«Αυτό θα έθετε σε κίνδυνο θέσεις εργασίας στη Γερμανία», εκτιμά ο Φόλκερ Τράιερ από το Γερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο.
Και αυτό διότι ενδεχόμενη υποτίμηση της βρετανικής λίρας έναντι του ευρώ και η συνεπακόλουθη αύξηση του πληθωρισμού θα οδηγούσε σε ανατίμηση των γερμανικών προϊόντων και πιθανότατα σε μείωση των γερμανικών εξαγωγών προς τη Γηραιά Αλβιώνα.
«Υπό αυτή την έννοια υπάρχει ανησυχία στη γερμανική οικονομία», υποστηρίζει ο Τράιερ.
Σύμφωνα δε με τον πρόεδρο του γερμανικού Συνδέσμου Εξωτερικού Εμπορίου Άντον Μπέρνερ, ενδεχόμενη έξοδος «θα συνιστούσε καταστροφή για όλους και κυρίως και για εμάς στη Γερμανία».
Στην περίπτωση αυτή οι γερμανοί εξαγωγείς ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με απώλειες ύψους έως και 6,8 δις ευρώ μέχρι το 2019, όπως δείχνει σχετική έρευνα της Euler Hermes.