H αντιπολίτευση στη Βενεζουέλα κατέθεσε τη Δευτέρα στις εκλογικές αρχές σχεδόν δυο εκατομμύρια υπογραφές υπέρ της διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος με στόχο την αποπομπή του Σοσιαλιστή προέδρου Νικολάς Μαδούρο, καθώς η δυσφορία των πολιτών στο πρόσωπό του αυξάνεται μπροστά στην οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα.
Ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης υπό την ονομασία «Τραπέζι της Δημοκρατικής Ενότητας» (MUD) κατέθεσε στο Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο (CNE) «1,85 εκατομμύρια υπογραφές!!!» έγραψε στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης Twitter ο Χεσούς Τορεάλμπα, γενικός γραμματέας του συνασπισμού.
Χθες η αντιπολίτευση είχε κάνει λόγο για 2,5 εκατομμύρια υπογραφές.
Οι υπογραφές συγκεντρώθηκαν σε λιγότερο από δύο ημέρες την περασμένη εβδομάδα και η προσέλευση των πολιτών ήταν μαζική στα σημεία συλλογής που είχαν στηθεί σε ολόκληρη την χώρα.
Μια τόσο σύντομη επιτυχία «συνιστά πιθανόν ένα παγκόσμιο ρεκόρ» επισήμανε με ικανοποίηση ένας από τους επικεφαλής της αντιπολίτευση, ο Ενρίκε Καπρίλες, σε ένα μαγνητοσκοπημένο μήνυμα που αναρτήθηκε στο Twitter.
«Πρόκειται επιπλέον για μία επίδειξη ισχύος ότι εμείς, οι πολίτες της Βενεζουέλας, επιλέγουμε τη συνταγματική, δημοκρατική, ειρηνική οδό. Θέλουμε να αποφασίζουμε με την φωνή μας, την ψήφο μας, για το μέλλον αυτής της χώρας» πρόσθεσε ο πολιτικός.
Το CNE, που φημολογείται ότι πρόσκειται στην κυβέρνηση, θα επαληθεύσει εάν το κατώτατο όριο των ψήφων που απαιτούνται (195.721, 1% του εκλογικού σώματος) επετεύχθη και θα καλέσει τους υπογράφοντες να επιβεβαιώσουν προσωπικά την επιλογή τους, προτού προχωρήσει σε μια τελευταία επαλήθευση.
Όλη η διαδικασία θα μπορούσε να ολοκληρωθεί σε ένα μήνα ή και περισσότερο εάν το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο προσπαθήσει να την καθυστερήσει, κατόπιν η αντιπολίτευση θα πρέπει να προχωρήσει σε ένα δεύτερο βήμα συγκεντρώνοντας 4 εκατομμύρια ψήφους σε διάστημα 3 ημερών προκειμένου να διεξαχθεί το δημοψήφισμα, που ελπίζει ότι θα διοργανώσει έως τα τέλη Νοεμβρίου.
Το ακυρωτικό δημοψήφισμα δεν έχει χρησιμοποιηθεί παρά μόνο μία φορά στην ιστορία της χώρας, κατά του πρώην προέδρου Ούγκο Τσάβες (1999- 2013) το 2004: τότε είχε καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία.
Αυτήν την φορά θα μπορούσε να ευοδωθεί λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης κοινωνικής δυσαρέσκειας, που αποτυπώνεται με ταραχές και λεηλασίες τις τελευταίες ημέρας στο Μαρακαϊμπο (βορειοδυτικά), τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας.
«Η χώρα θέλει την αποχώρηση αυτής της κυβέρνησης» υπογράμμισε ο Τροεάλμπα.
«Η μείωση των τιμών εξυπηρετεί τα στρατηγικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σαουδικής Αραβίας» επισημαίνει ο Thomas Friedman, αρθρογράφος των «New York Times», και προσθέτει ότι πρόκειται για έναν «πόλεμο με άλλα μέσα» εναντίον της Ρωσίας και του Ιράν αλλά και της Βενεζουέλας. Κι αυτό γιατί η υλοποίηση των προϋπολογισμών των χωρών αυτών εξαρτάται κατά πολύ από τα έσοδα των εξαγωγών πετρελαίου (60% του Ιράν, πάνω από 50% της Ρωσίας) και έναν υπολογισμό της τιμής του πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Ένας ανάλογος οικονομικός «πόλεμος» με τη σύμπραξη Αμερικανών και Σαουδαράβων έλαβε χώρα, σύμφωνα με ρωσικές εφημερίδες, τη δεκαετία του 1980, προκαλώντας την κατάρρευση της οικονομίας της Σοβιετικής Ενωσης και καθιστώντας τις ΗΠΑ νικήτριες του ψυχρού πολέμου.
Σήμερα, η Ρωσία φαίνεται ότι θα πληγεί λιγότερο, επειδή έχει τεράστια αποθέματα υδρογονανθράκων, τα οποία στρέφει πλέον προς την ασιατική αγορά. Επίσης είναι γνωστή η συμφωνία ύψους 400 δισ. δολαρίων για την πώληση φυσικού αερίου στην Κίνα μέσω αγωγού και την παράδοση 38 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως από το 2018. Υπάρχει επίσης συμφωνία για τη συνεργασία μεταξύ της Gazprom, της ομάδας Rosneft και της κινεζικής CNPC.
Σε κάθε περίπτωση, ο ιδιότυπος αυτός πόλεμος με τη μείωση των τιμών ενέργειας μπορεί θεωρητικά να αποβεί «θετικός» για την Ευρώπη και την Ελλάδα, καθώς το κόστος παραγωγής θα μειωθεί. Όμως σ’ έναν πόλεμο μεταξύ ελεφάντων την πληρώνουν συνήθως τα… βατράχια. Όπως συνέβη με τα ρωσικά αντίποινα εναντίον των ελληνικών γεωργικών προϊόντων μετά τις οικονομικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας από τους δυτικούς.
Η κατάσταση θα γίνει πολύ χειρότερη αν η Μόσχα συμπράξει με το Πεκίνο, διαταράσσοντας τις δυτικές χρηματοπιστωτικές αγορές. Είναι γνωστό ότι η Κίνα κατέχει τεράστια ποσά αμερικανικών ομολόγων. Οι αναλυτές, μάλιστα, εκτιμούν πως αν συμβεί κάτι τέτοιο η οικονομική ύφεση στις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα είναι ανάλογη εκείνης του 2008.