Δημοσίευμα με τον τίτλο «Εσύ λες ρακί, εγώ λέω ούζο» φιλοξενεί το βρετανικό περιοδικό Economist, το οποίο αναφέρεται στην αισιοδοξία γύρω από τις συνομιλίες λύσης στο Κυπριακό, αλλά και στα μεγάλα εμπόδια που μένουν να υπερπηδηθούν.
Ο υπότιτλος του δημοσιεύματος αναφέρει πως η συμφωνία μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα μπορούσε ακόμα να ματαιωθεί. Αρχικά ο Economist περιγράφει την εικόνα που επικρατεί στον Κορμακίτη, με τους κυρίως συνταξιούχους κατοίκους του χωριού να περιμένουν την επανένωση της Κύπρου ως τη μοναδική ελπίδα για να αποκτήσει ξανά ζωή το χωριό τους και η μαρωνίτικη κοινότητα εκεί. Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, η λύση ίσως είναι πιθανή μέσω των συνομιλιών, με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων να δηλώνουν αισιόδοξοι και με τους αναλυτές να συμφωνούν.
Αναφέρεται ότι το Eurasia Group εκτιμά πως οι πιθανότητες λύσης έως το τέλος του 2016 είναι 60%. Οι εκλογές και η «κυβερνητική» κρίση στα κατεχόμενα ίσως καθυστερήσουν τις συνομιλίες αλλά δεν θα τις σταματήσουν, σχολιάζει το περιοδικό. Ο ειδικό απεσταλμένος του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Έσπεν Μπαρθ Άιντα σχολιάζει ότι η κατάσταση είναι διαφορετική από το 2004 και το σχέδιο Ανάν.
«Αυτή τη φορά η συμφωνία θα γραφτεί από Κύπριους», λέει ο κ. Άιντα. Στη συνέχεια ο Economist σχολιάζει ότι ενώ αμφότερες οι πλευρές μιλούν για πρόοδο, τα μεγαλύτερα εμπόδια βρίσκονται ακόμα μπροστά. Μία έγνοια είναι ο λογαριασμός, το κόστος της λύσης, με τις αποζημιώσεις να εκτιμώνται σε δισεκατομμύρια ευρώ. Η αναλύτρια Φιόνα Μάλεν με έδρα τη Λευκωσία σχολιάζει ότι δεν υπάρχει περίπτωση η διεθνής κοινότητα να προσφέρει τόσα χρήματα. Αλλά είναι το οικονομικό που παράλληλα συμβάλλει στην πρόοδο των συνομιλιών, καθώς εκτιμάται ότι η λύση θα μπορούσε να προσθέσει σχεδόν 3% στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της χώρας κατά τα επόμενα 20 χρόνια, σύμφωνα με διεθνή έκθεση.
Για την ελληνοκυπριακή πλευρά η λύση θα έδινε πρόσβαση στην τουρκική αγορά αξίας 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ για τους Τουρκοκύπριους θα σήμαινε αναμόρφωση της οικονομίας «που τώρα βασίζεται στον τουρισμό, τα καζίνο, τα στριπτιτζάδικα και έναν διογκωμένο ‘δημόσιο’ τομέα που χρηματοδοτείται από την Άγκυρα».
Όπως προσθέτει το δημοσίευμα, «οι Κύπριοι και από τις δύο πλευρές γνωρίζουν ότι μια συμφωνία ίσως είναι η μόνη τους ευκαιρία να αξιοποιήσουν εμπορικά τα άφθονα αποθέματα φυσικού αερίου ανοιχτά των ακτών». Ωστόσο θα χρειαστούν περισσότερα από μία ειρηνευτική συμφωνία για να πειστούν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να ζήσουν μαζί ως γείτονες ξανά, σχολιάζει το βρετανικό περιοδικό.
Αναφέρεται ότι «ακόμα και όταν ενωθεί, το νησί θα παραμείνει μια χαλαρή ομοσπονδία διαιρεμένη επί εθνοτικών γραμμών. Για πολλούς Ελληνοκύπριους οτιδήποτε άλλο πλην της πλήρους αποχώρησης των 40.000 Τούρκων στρατιωτών από το βόρειο τμήμα του νησιού δεν θα επέτρεπε τη συμφωνία». Αυτό, συνεχίζει το δημοσίευμα, δίνει στην Τουρκία και τον Πρόεδρο Ερντογάν ένα βέτο επί των συνομιλιών.
Σημειώνεται ότι δημοσίως η Άγκυρα έχει παράσχει τη στήριξή της στη λύση, καθώς αντιμετωπίζοντας τόσα άλλα προβλήματα ίσως χαρεί να λήξει τουλάχιστον μία μακροχρόνια διένεξη, εξοικονομώντας παράλληλα και 1 δισεκατομμύριο δολάρια που δίνει κάθε χρόνιο στο ψευδοκράτος. Ωστόσο, το δημοσίευμα, αναφέρει ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης και ο κ. Ακιντζί λένε ότι ο χρόνος λειτουργεί ενάντια στην επανένωση.
«Ο νεαροί Κύπριοι, συνηθισμένοι στη ζωή σε ένα διαιρεμένο νησί, απομακρύνονται όλο και περισσότεροι μεταξύ τους. Στον Κορμακίτη, η αίσθηση του επείγοντος ίσως να είναι μεγαλύτερη, καθώς χωρίς λύση τα παιδιά και τα εγγόνια της πόλης ίσως να μην επιστρέψουν ποτέ». «Δε θέλουμε να γίνουμε η τελευταία γενιά», δηλώνει ένας από τους λίγους εναπομείναντες ηλικιωμένους κατοίκους του Κορμακίτη.