Τη ζωή μιας γυναίκας- “μέντιουμ“, η οποία με οδηγό το ταλέντο της στη διαίσθηση, βοήθησε ακόμη και την αστυνομία στην εξιχνίαση ενός εγκλήματος, ανασυνθέτει ψηφίδα ψηφίδα το βιβλίο “Ελένη Κικίδου: Η Διαισθητικός που άφησε εποχή – Η τελευταία μαθήτρια του Άγγελου Τανάγρα”.
Με δημοσιογραφική έρευνα δεκαετίας, η δημοσιογράφος-συγγραφέας Στελίνα Μαργαριτίδου φέρνει στο φως λεπτομέρειες μιας ολόκληρης εποχής και αποκαλύπτει την -άγνωστη σε πολλούς- ιστορία της Ελένης Κικίδου.
«Περπατούσε σκυφτή, με βήματα αργά. Κοντοστάθηκε. “Όχι, δεν είναι το φύσημα του αέρα. Κάτι “πιάνω” εδώ, είπε». Πίσω της, παραφυλώντας σχεδόν από τους θάμνους, οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν με περιέργεια…
Ήταν σίγουρα μια από τις πιο παράξενες σκηνές που εκτυλίχθηκαν εκείνο το βράδυ της 18ης Αυγούστου του 1953 στη Βάρκιζα.
Το πρώτο και ουσιαστικό βήμα για τον εντοπισμό του Δράκου της Βουλιαγμένης είχε γίνει. Και ήταν η πρώτη φορά που μια “ψυχική ντέντεκτιβ”, είχε χρησιμοποιηθεί από την Ελληνική Αστυνομία για την εξιχνίαση μιας σκοτεινής υπόθεσης».
«Ανέτρεξα σε πηγές, όπως εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, και συνέλεξα μαρτυρίες. Χρησιμοποίησα αρκετό υλικό από το αρχείο που διατηρούσε η ίδια η Ελένη Κικίδου και στο οποίο περιλαμβάνονταν ευχαριστήριες επιστολές ανθρώπων που είχε κατά καιρούς βοηθήσει» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Στελίνα Μαργαριτίδου, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου στις 23 Νοεμβρίου, στις 8.30 το βράδυ, στο βιβλιοπωλείο Αρχέτυπο, στη Θεσσαλονίκη.
Όπως αναφέρει, «η χρησιμοποίηση της Ελένης Κικίδου από την Ελληνική Αστυνομία το 1953 είναι αποδεδειγμένη από τα ρεπορτάζ των συναδέλφων της εποχής».
«Ωστόσο», συνεχίζει, «δεν γνωρίζουμε εάν χρησιμοποιήθηκαν και άλλοι τέτοιοι ιδιαίτεροι άνθρωποι πιο πριν».
«Κάνοντας μια πολύ πρόχειρη αναζήτηση σε υλικό δημοσιευμένο στο διαδίκτυο, διαπίστωσα πως υπάρχουν έκτοτε και άλλες τέτοιες περιπτώσεις συμβολής ιδιαίτερων ανθρώπων στο ερευνητικό έργο.
Πάντως, οι αγγλοσάξωνες είναι ιδιαίτερα δεκτικοί σε τέτοιες περιπτώσεις. Στις ΗΠΑ υπάρχουν και show τηλεοπτικά στα οποία προβάλλονται ανάλογες περιπτώσεις» λέει η κ. Μαργαριτίδου.
Αναφερόμενη στην ερευνητική δημοσιογραφία που μπορεί να ανατρέψει στερεότυπα, διευκρινίζει ότι θα πρέπει «να γίνεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βάθος, να είναι όσο το δυνατόν ανεπηρέαστος ο ερευνητής και να μπορεί να έχει μια απόσταση ασφαλείας από τα γεγονότα που ερευνά».
«Τότε είναι αρκετά πιθανό να συμβάλλει η δημοσιογραφική έρευνα στην περιγραφή των γεγονότων. Γράφω “αρκετά πιθανό” γιατί ο υποκειμενικός παράγοντας του ερευνητή δεν μπορεί πιστεύω να ξεπεραστεί» ξεκαθαρίζει.
Όσον αφορά την γνωριμία της με την Ελένη Κικίδου και την προσωπική σχέση που ανέπτυξαν, τονίζει ότι «η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να ισορροπήσεις ανάμεσα στην προσωπική σχέση που συχνά αναπτύσσεται μεταξύ του δημοσιογράφου και του ανθρώπου, του οποίου τη ζωή ερευνάς, αλλά και να αποδώσεις όσο το δυνατόν με μεγαλύτερη πληρότητα την πραγματική του ιστορία, διατηρώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη ζωντανό».