Ο Χέντρικ Γιόχαν Κρόιφ όπως ήταν το πλήρες όνομα του, γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1947 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας και έφυγε την Πέμπτη σε ηλικία 69 ετών. Δεν ήταν όμως ένας απλός ποδοσφαιριστής. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο που μόνο όσοι τον πρόλαβαν μπορούν να κατανοήσουν.
Το σπίτι του ήταν αρκετά κοντά στο γήπεδο του ΑΦΚ Άγιαξ. Το 1959 εντάσσεται στις Ακαδημίες του Αγιαξ και το 1964 προβιβάζεται στη μεγάλη ομάδα και γίνεται ο φυσικός ηγέτης της καθώς σε 229 εμφανίσεις πετυχαίνει 190 γκολ. Ταυτόχρονα, το 1966 και συγκεκριμένα στις 7 Σεπτεμβρίου αγωνίζεται για πρώτη φορά στην Εθνική Ολλανδίας εναντίον της Ουγγαρίας.
Η πρώτη θητεία του στον ΑΦΚ Άγιαξ τελείωσε το 1973. Εκείνη την χρονιά η Μπαρτσελόνα αγοράζει τον 26χρονο τότε Κρόιφ πληρώνοντας ποσό που σήμερα αντιστοιχεί σε 2,5 εκατομμύρια ευρώ. Στην Ισπανία αγωνίστηκε για περίπου 5 χρόνια μέχρι που το 1978 άφησε την Βαρκελώνη. Εκείνη την χρονιά κάνει και την τελευταία εμφάνιση του με τους Οράνιε.
Το 1979 κάνει υπερατλαντικό ταξίδι και για δυο χρόνια αγωνίζεται στην Αμερική, πιο συγκεκριμένα στους Los Angeles Aztecs την περίοδο 1979-1980 και στους Washington Diplomats το 1980-1981. Το 1981 επιστρέφει στην Ευρώπη, στην ισπανική Λεβάντε, και φοράει την φανέλα της για 10 συμμετοχές. Μετά από αυτό γυρίζει στην μεγάλη του αγάπη, τον ΑΦΚ Άγιαξ, από το 1981 έως το 1983 και την περίοδο 1983-1984 κλείνει την καριέρα του στη Φέγενορντ σε ηλικία 37 χρονών. Παρά την ηλικία του βοηθάει σημαντικά τη Φέγενορντ να πάρει το πρωτάθλημα.
Σε συλλογικό επίπεδο κατέκτησε Πρωτάθλημα και Κύπελλο Ολλανδίας, Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, Πρωτάθλημα και Κύπελλο Ισπανίας, Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και Διηπειρωτικό. Επίσης κατέκτησε τη δεύτερη θέση με την Εθνική Ολλανδίας στο Μουντιάλ της Γερμανίας το 1974. Τέλος το 1999 αναδείχθηκε κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής του αιώνα και κορυφαίος Ολλανδός αθλητής του αιώνα.
Συνήθως αγωνιζόταν με το νούμερο 14 στην πλάτη, ενώ όταν τα νούμερα ήταν από το 1 έως το 11 φορούσε το 9. Αν και αθλητής ήταν φανατικός καπνιστής, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να δείξει το ταλέντο του. Στην Εθνική Ολλανδίας αγωνίστηκε 48 φορές, από τις οποίες τις 34 ως αρχηγός και πέτυχε 33 γκολ. Επίσης υπήρξε ο πιο διάσημος ποδοσφαιριστής που αφομοίωσε το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο (total football) και το εφάρμοσε όσο αγωνίστηκε αλλά κι ως προπονητής αργότερα. Αν και η θέση του Κρόιφ στο γήπεδο ήταν σέντερ φορ, αγωνιζόταν σε όλο τον αγωνιστικό χώρο, οπουδήποτε θα μπορούσε να κάνει ζημιά στην αντίπαλη ομάδα.
Ο Κρόιφ ήταν ο ιδεολόγος που θρηνεί η Μπαρτσελόνα και η Καταλονία σήμερα και είναι ο άνθρωπος που έκανε τον Αναγνωστάκη να γράψει ποίημα για τον Άγιαξ:
“Υπάρχουν άνθρωποι μ’ έναν και μοναδικά έρωτα στη ζωή τους. Έχουν γνωρίσει πολλές γυναίκες, τις αγάπησαν, η γυναίκα δεν έπαψε ποτέ να τους συγκινεί, αλλά κάποτε γνώρισαν το μεγάλο, το μοναδικό έρωτα – ύστερα, όλες οι άλλες τους φαίνονται… απλές οδοντόκρεμες.
«Όμορφη ’σαι και καλή ’σαι μα Πεντάμορφη δεν είσαι…»
Γιατί η σύγκριση γίνεται με την Πεντάμορφη, τη Μοναδική!
Φίλοι του ποδοσφαίρου, όσοι τρέχετε ακόμα κάθε Κυριακή στα γήπεδα, ή καθισμένοι στην αναπαυτική σας πολυθρόνα μπουχτίσατε να βλέπετε στη μικρή οθόνη τα διεθνή «μεγαθήρια» που πληθωρικά γνωρίσαμε τον τελευταίο καιρό, βάλτε μια στιγμή το χέρι στην καρδιά, όσοι έχετε ξεπεράσει το φράγμα του φανατισμένου και τυφλού οπαδού ή του άκριτου φιλοθεάμονα και αναρωτηθείτε: Μα είναι ποδόσφαιρο αυτό που βλέπω; Καλές ομάδες, δε λέω, μαχητικοί οι Βέλγοι, σταθερή η Λίβερπουλ, τεχνίτρα η Γιουβέντους, σκληροτράχηλη η Μπάγερν – αλλά, αλλά, αλλά, ποίο το διαφορετικό; (Θυμάμαι την πικρόχολη κουβέντα ενός φίλου, έμπειρου γερόλυκου των γηπέδων: «Καλή η Άρσεναλ. Ένα διεθνές φορμαρισμένο Αιγάλεω»).
Γιατί αυτές οι αναπόφευκτες συγκρίσεις; Γιατί αυτή η αίσθηση μιας μονοτονίας, μιας επανάληψης, κάθε φορά που βλέπουμε έναν πολυδιαφημισμένο αγώνα με τις επίχρυσες βεντέτες; Γιατί αυτή η πικρή γεύση της στασιμότητας, της έλλειψης του πρωτόγνωρου, η αυθόρμητη αντίδραση: «Πάμε να φύγουμε, σ‘ αυτό το σημείο είχαμε έρθει και στο προηγούμενο έργο»;
Γιατί, φίλοι που ζήσαμε και γεράσαμε στα γήπεδα, ψάχνοντας όχι μόνο τη νίκη, όχι μόνο τους πανηγυρισμούς, όχι μόνο τη δύναμη, την τεχνική ή τον εντυπωσιασμό, αλλά πάντα το κάτι άλλο, την πνοή που μεταβάλλει ένα «ομαδικό παιχνίδι» σε έργο τέχνης, ανεπανάληπτο όπως όλα τα γνήσια έργα τέχνης – γιατί, φίλοι, το βρήκαμε κάποτε αυτό το όνειρο και τώρα μας καταδιώκει και θέλουμε να το ξαναζήσουμε και δε βολεί να το ξαναζήσουμε.
Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, παραμερίστε! Περνά η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων (αυτή η πραγματική Κυρία κι όχι οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών) περνά, ο μεγάλος ΑΓΙΑΞ!
Όσοι αγαπήσαμε με τη φλόγα του έφηβου ερωτευμένου αυτή την υπεργήινη Bella Dona δεν μπορούμε πια να την ξεχάσουμε.
Δεν κράτησε πολύ η αστραποβολή της. Γιατί όλα τα καταυγαστικά όνειρα δεν κρατούν πολύ. Γιατί όλες οι πρωτοπορίες, που ανατρέπουν όλα τα γερασμένα κατεστημένα και τις χρυσές μετριότητες, περνούν σαν αστραπή, αλλά όσοι δουν τη λάμψη τους δεν την ξεχνούν ποτέ. Γιατί μια επανάσταση δεν έχει κατά κανόνα αντάξιους επιγόνους.
Δεν απέκτησε -λένε- «τίτλους» και διεθνείς διακρίσεις, όσοι μετρούν τις αξίες με τα συσσωρευμένα μετάλλια και τις μπακάλικες προδιαγραφές. Δεν είχε -λένε- συνεχιστές. Μα, μήπως κληρονομιέται η ιδιοφυΐα;
Ο,τι υπήρξε πριν από τον Άγιαξ -το συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά- υπήρξε η προϊστορία του ποδοσφαίρου. Μετά τον Άγιαξ φάνηκε πως υποχρεωτικά πια άνοιγε η ιστορία.
Δεν άνοιξε. Άνοιξε το αλισβερίσι των συστημάτων της κυριαρχίας του κόουτς-σκηνοθέτη, των αγοραπωλησιών και των λεγεωνάριων. Το θέαμα συνεχίζεται, συναρπαστικό -πάντα η πάλη για τη νίκη είναι συναρπαστική-, εντυπωσιακό, αλλά χωρίς το νακ. Αυτό το νακ που άστραψε πριν δέκα χρόνια σαν μετέωρο κι έσβησε πρόωρα, αφού διέγραψε την εκτυφλωτική τροχιά του. Έσβησε. Γιατί τα παιδιά του έκαναν φύλλα φτερά. Το διεθνές ποδοσφαιρικό δουλεμπόριο μοίρασε το δεμάτι σε χωριστά καλάμια. Ένα εδώ, ένα εκεί. Και τα καλάμια, μόνα τους στους αφιλόξενους κάμπους, λύγισαν κι έσπασαν. Γιατί μόνο το δεμάτι ήταν η ποίηση. Και αυτή χάθηκε για πάντα από τα γήπεδα.
«Χορταίνουμε» μπάλα τώρα κάθε Κυριακή και Τετάρτες. Συγκινούμαστε, ενθουσιαζόμαστε πάλι, παρασυρόμαστε πού και πού, θαυμάζουμε τους καινούριους γκολτζήδες. Αλλά η υπέροχη γοητεία πια δεν υπάρχει. Την πήραν μαζί τους κι έφυγε, όπως φεύγουν όλα τα μοναδικά και ανεπανάληπτα, οι εκθαμβωτικοί Ολλανδοί.
Τώρα βασιλεύει η δυναστεία των συστημάτων, τα γκολ που μετρούν εντός και εκτός, οι υπολογισμοί και τα τεφτέρια.
Θα μας ξαναθυμίσει άραγε κάποιος καμιά πάλι φορά πως το ποδόσφαιρο δεν είναι πια απλώς τεχνική, δεν είναι πια απλώς δύναμη, δεν είναι άθροισμα από εξωνημένες βεντέτες;
Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο Τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκι της δεκαετίας του 70;
Βίβα για πάντα, ΑΓΙΑΞ.