Οι Αραμαίοι είναι οι χριστιανοί της Συρίας, οι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Σύρων. Ως χριστιανοί δεν είχαν επιμιξίες με τους Άραβες και επίσης, εξαιτίας της χριστιανικής θρησκείας, διατήρησαν ζωντανή και την αρχαία γλώσσα της Συρίας, τα Αραμαϊκά, την ίδια γλώσσα που μίλαγε και ο Χριστός.
Οι Αραμαίοι ήταν αρχαίος νομαδικός Βιβλικός λαός με σημιτική γλώσσα και πολύ συγγενικός με τους Εβραίους, τους αρχαίους Ισραηλίτες, που απλώνονταν μέσα σε ολόκληρη τη Μεσοποταμία και τη βόρεια Συρία γύρω από την Χαράν κατά το τελευταίο μέρος της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Στην αρχή της 1ης χιλιετηρίδας οι Αραμαίοι βρέθηκαν να κατέχουν πολλές συριακές περιοχές και πόλεις όπως η Δαμασκός και η Αιμάθ. Πρόκειται γα τους “Αριμού” των σφηνοειδών επιγραφών και τους “Αρλαμί” των πινακίδων της Αμάρνας.
Γενάρχης του λαού αυτού φέρεται ο “περιπτότοκος” γιος του Σημ, ο Αράμ.
Το εβραϊκό όνομα “Αράμ” (= υψηλός και υψηλή χώρα, οροπέδιο), που σήμερα φέρεται επίσης και ως μουσουλμανικό κύριο όνομα, μεταφράζεται ως “Συρία”, πλην όμως η ονομασία Συρία είναι ελληνική που εμφανίζεται και στη Καινή Διαθήκη. Το όνομα Αράμ, ως γεωγραφικός όρος, αντιδιαστέλλεται με το όνομα Χαναάν (= χαμηλή χώρα, βαθύπεδο).
Τι γλώσσα είναι η αραμαϊκή
Η αραμαϊκή είναι αρχαία γλώσσα του βορειοδυτικού σημιτικού κλάδου, η οποία συγγενεύει στενά με την εβραϊκή.
Το όνομά της προέρχεται πιθανώς από τη Βιβλική χώρα Αράμ-ναχαραΐμ που σημαίνει «υψίπεδο μεταξύ δύο ποταμών» (Ευφράτης και Τίγρης) και συνήθως αναφέρεται στην Άνω Μεσοποταμία ή, κατ’ άλλη άποψη, σε αρχαία ονομασία τής Συρίας. Διάφορες διάλεκτοι της Αραμαϊκής συνεξελίχθηκαν με την Εβραϊκή σε μεγάλο τμήμα τής κοινής τους ιστορίας. Η ονομασία Παδάν-αράμ περιγράφει κυρίως την περιοχή γύρω από την πόλη Χαρράν στην Άνω Μεσοποταμία.
Η γλώσσα τής Νεοβαβυλωνιακής αυτοκρατορίας πιθανώς ήταν διάλεκτος της Αραμαϊκής, ενώ σταδιακά είχε ήδη γίνει προηγουμένως η διεθνής γλώσσα των συναλλαγών την εποχή της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας.
Η Περσική αυτοκρατορία που μερικές δεκαετίες αργότερα κυρίευσε τη Βαβυλωνία υιοθέτησε την αυτοκρατορική Αραμαϊκή ως επίσημη διεθνή γλώσσα της.
Ο Ισραηλιτικός πληθυσμός, ο οποίος είχε εξοριστεί στη Βαβυλώνα από την Ιερουσαλήμ και από τα περίχωρα του βασιλείου τού Ιούδα, έλαβε την άδεια να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ και να ιδρύσει μια περσική επαρχία, η οποία συνήθως απεκαλείτο Ιουδαία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αραμαϊκή έγινε η διοικητική γλώσσα τής Ιουδαίας στις σχέσεις της με την υπόλοιπη Περσική αυτοκρατορία.
Η αραμαϊκή έχει τα ίδια γράμματα στο αλφάβητό της με την εβραϊκή.
Η αραμαϊκή γραφή εξελίχθηκε με τη σειρά της από τη χαναανική γραφή, αλλά οι δύο γραφές παρουσίασαν αξιοσημείωτη απόκλιση. Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., η δάνεια αραμαϊκή γραφή αναπτύχθηκε στη διακριτή τετράγωνη εβραϊκή γραφή (γνωστή επίσης ως Ασσυριακή Γραφή, Ktav Ašuri), η οποία διασώζεται στους παπύρους τής Νεκράς Θαλάσσης και είναι παρόμοια με τη γραφή που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.
Η αραμαϊκή διαδόθηκε και ως καθομιλουμένη. Πριν την χριστιανική περίοδο ομιλούνταν σε όλο το έδαφος μεταξύ Μεσογείου και μεσημβρινού και βορείου μέρους των αρμενικών ορέων και του Κουρδιστάν.
Ήταν μία από τις τρεις γλώσσες στις οποίες γράφτηκαν τα πρωτότυπα κείμενα της Αγίας Γραφής, και ειδικότερα στα συγγράμματα του Έσδρα, του Ιερεμία και του Δανιήλ.
Ήταν ομιλούμενη γλώσσα στην Παλαιστίνη μαζί με την εβραϊκή, την λατινική και την ελληνική και ήταν η γλώσσα την εποχή που έδρασε ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του.
Η είσοδος της αραμαϊκής στην Παλαιστίνη έγινε αρχικά ως γλώσσα της διπλωματίας πριν την Βαβυλώνια αιχμαλωσία (6ος αι. π.Χ.) και μετά την επιστροφή των Εβραίων στα εδάφη τους άρχισε η διάδοση της στον λαό.
Κείμενα αραμαϊκά βρίσκονται διάσπαρτα από την Αίγυπτο έως την Κίνα και ήταν τόσο καλά ριζωμένη η γλώσσα αυτή, ώστε μόνο η αραβική κατόρθωσε να την εκτοπίσει με την εξάπλωση του αραβικού κράτους μετά τον θάνατο του Μωάμεθ.
Στην Τουρκία η διδασκαλία της αραμαϊκής στα συριακά μοναστήρια απογορεύτηκε με διαταγή του υπουργείου παιδείας το 1997 με την αιτιολόγηση ότι οι Σύριοι χριστιανοί δεν αποτελούν αναγνωρισμένη μειονότητα και δεν απολαμβάνουν της προστασίας της Συνθήκης της Λωζάνης. Η απαγόρευση αυτή άρθηκε με δικαστική απόφαση το 2013.
Οι Σύροι Αραμαίοι χριστιανοί σε ποιο χριστιανικό δόγμα ανήκουν
Προχαλκηδόνιες ή αρχαίες ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες ονομάζονται εκείνες που υιοθέτησαν τον Μονοφυσιτισμό ή Ευτυχιανισμό (από το όνομα του ιδρυτή του), ένα δόγμα που εμφανίστηκε τον 5ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτό, η θεία φύση του Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης, η οποία απορροφήθηκε από τη θεία φύση ως «σταγόνα μέλητος στον ωκεανό».
Ο Μονοφυσιτισμός καταδικάστηκε από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 μ.Χ και την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553 μ.Χ. όπου και διατυπώθηκε το ορθόδοξο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς υπάρχει σε ένα μόνο πρόσωπο και με δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία, «ενωμένες και μη συγχεόμενες».
Επειδή κάποιες εκκλησίες δεν δέχτηκαν τις δογματικές διατυπώσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας, και αναγνώριζαν μόνο τις 3 προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους, ονομάστηκαν Προχαλκηδόνιες (και μερικές φορές, Αντι-χαλκηδόνιες).
Στις προχαλκηδόνιες εκκλησίες ανοίκουν η Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία (της Αιγύπτου), η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία, η Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία, η Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαλαμπάρ των Ινδιών, η Αιθιοπική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ορθόδοξη Εκκλησία Tewahedo της Ερυθραίας.
Στις προχαλκηδόνιες Εκκλησίες τηρούνται κάποιες αρχαίες παραδόσεις, όπως ο εορτασμός των Χριστουγέννων και Θεοφανείων σε μια γιορτή κατά την 6η Ιανουαρίου.
Η Εκκλησία της Ελλάδος συμμετέχει σε θεολογικούς διαλόγους με τις προχαλκηδόνιες εκκλησίες, με σκοπό την υπέρβαση των διαφορών. Στη Συρία υπάρχει και ελληνορθόδοξο πατριαρχείο, το οποίο όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τη Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία, με τους μονοφυσίτες δηλαδή.