Στο χριστουγεννιάτικο μήνυμά του ο Οικ. Πατριάρχης Βαρθολομαίος αισθάνθηκε την ανάγκη να διευκρινίσει ότι ο Θεός του χριστιανισμού «δέν εἶναι «Θεός – Ἰδέα», ὡς ὁ θεός τῶν φιλοσόφων, οὔτε Θεός κεκλεισμένος εἰς τήν ἀπόλυτον ὑπερβατικότητά του καί ἀπροσπέλαστος, ἀλλά εἶναι ὁ «Ἐμμανουήλ», ὁ «Θεός μεθ᾿ ἡμῶν», εὑρίσκεται ἐγγύτερον εἰς ἡμᾶς, ἀπό ὅσον ἡμεῖς οἱ ἴδιοι εἰς τόν ἑαυτόν μας, εἶναι «καί ἡμῶν αὐτῶν συγγενέστερος».
Στο ίδιο μήνυμά του, ο Οικ. Πατριάρχης αναφέρεται επικριτικά στον επιστημονισμό και στην απόλυτη προτεραιότητα της χρηστικής γνώσης, στην απόλυτη ιδιονομία της οικονομίας, στην αυτοσωτηριακή αλαζονεία και αθεΐα. Αποκαλεί επίσης «μή πολιτισμό» τον ατομοκεντρισμό και τον ευδαιμονισμό.
Παράλληλα ο Οικ. Πατριάρχης στέκεται απέναντι στη δαιμονοποίηση του σώματος και του φυσικού ανθρώπου από τον πουριτανισμό και τα σύνδρομα «καθαρότητας», στην εσωστρεφή άκαρπη πνευματικότητα και τους ποικίλους μυστικισμούς, υπερασπίζεται τον ορθό λόγο -εξάλλου όλο το μήνυμά του διαπνέεται από τον ορθό λόγο των Ελλήνων- την τέχνη, τον πολιτισμό, επικρίνει την άρνηση του διαλόγου και την απόρριψη του διαφορετικού, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό.
Ο Οικ. Πατριάρχης δεν παραλείπει να στηλιτεύσει με αυστηρό ύφος «τόν ἀποχρωματισμόν τῆς ἑορτῆς καί τήν μετατροπήν της εἰς «Χριστούγεννα χωρίς Χριστόν» καί εἰς πανήγυριν τοῦ Ἔχειν, τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῆς ματαιοδοξίας, καί δή εἰς ἕνα κόσμον πλήρη κοινωνικῶν ἐντάσεων, ἀξιολογικῶν ἀνατροπῶν καί συγχύ-σεως, βίας καί ἀδικίας, ὅπου τό «παιδίον Ἰησοῦς» εὑρίσκεται καί πάλιν ἀντιμέτωπον μέ ἄτεγκτα συμφέροντα ποικιλωνύμων ἐξουσιῶν».