Η Καθολική Εκκλησία της Κίνας επαναβεβαίωσε σήμερα Κυριακή την πίστη της στο κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας ενώ χαιρέτισε και την ιστορική συμφωνία που συνήφθη με το Βατικανό για τον διορισμό των νέων επισκόπων.
Το Βατικανό υπέγραψε το Σάββατο μια ιστορική συμφωνία με το Πεκίνο, με επίκεντρο το ακανθώδες ζήτημα του διορισμού επισκόπων στην Κίνα και με στόχο τη βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Οι περίπου 12 εκατομμύρια Κινέζοι Καθολικοί -ισχνή μειοψηφία στην χώρα των σχεδόν 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων- διχάζονταν εδώ και δεκαετίες μεταξύ μιας «πατριωτικής» Εκκλησίας που τελεί υπό τον έλεγχο του Πεκίνου και μιας παράνομης Εκκλησίας που αναγνωρίζει μονάχα την εξουσία του Ποντίφικα.
Βάσει αυτής της «προκαταρκτικής» συμφωνίας, ο πάπας Φραγκίσκος αναγνώρισε επτά Κινέζους επισκόπους που είχαν διοριστεί από το Πεκίνο χωρίς τη συγκατάθεσή του, όπως κι έναν όγδοο επίσκοπο μετά θάνατον.
Η Καθολική Εκκλησία στην Κίνα ανακοίνωσε ότι θα «επιμείνει να βαδίζει σε ένα μονοπάτι που αρμόζει σε μια σοσιαλιστική κοινωνία υπό την ηγεσία του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος».
Σε σχόλια στην ιστοσελίδα της αναφέρει ότι «αγαπά βαθιά την πατρίδα» και ότι «ειλικρινώς στηρίζει τη συμφωνία» ελπίζοντας ότι οι σχέσεις της Κίνας με το Βατικανό θα βελτιωθούν περαιτέρω.
Η συμφωνία ενδέχεται να πυροδοτήσει επικρίσεις, καθώς συμπίπτει, κατά παράδοξο τρόπο, με μια εκστρατεία καταστροφής χριστιανικών εκκλησιών σε ορισμένες κινεζικές επαρχίες.
Στην Κίνα, για παράδειγμα, η Βίβλος έχει αποσυρθεί από τους ιστότοπους διαδικτυακών πωλήσεων και «παράνομοι» καθολικοί ιερείς πρόσφατα συνελήφθησαν, προτού αφεθούν ελεύθεροι.
Η Αγία Έδρα, που δεν δημοσιοποίησε σήμερα το κείμενο της συμφωνίας, απέφυγε να δώσει λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία που θα ακολουθείται στο μέλλον για τον διορισμό των νέων επισκόπων, ενώ την τελευταία λέξη θα πρέπει να έχει ο Πάπας.
Η συμφωνία αυτή αφορά αποκλειστικά τη θρησκεία και όχι την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ του Πεκίνου και της Αγίας Έδρας, που διακόπηκαν το 1951, δύο χρόνια μετά την άνοδο στην εξουσία των κομμουνιστών.
Η επιφυλακτικότητα της Κίνας ως προς τον χριστιανισμό δεν έχει να κάνει μόνο με την παραδοσιακή κομμουνιστική αθεΐα.
Ο κινεζικός πολιτισμός, ένας αρχαίος πολιτισμός, λαμβάνει προληπτικά μέτρα κατά του χριστιανισμού, ο οποίος ιστορικά κατέστρεψε όσους αρχαίος πολιτισμούς είχαν την ατυχία να συναντηθούν μαζί του.
Ιστορικό
Η Καθολική Εκκλησία στην Κίνα, στα κινεζικά «Tiānzhǔ Jiào», που σημαίνει «Θρησκεία του Κυρίου του Ουρανού», έχει περιπετειώδες παρελθόν.
Ο χριστιανισμός έφτασε για πρώτη φορά στην Κίνα τον 8ο αιώνα με Νεστοριανούς (μονοφυσίτες) ιεραποστόλους από τις ανατολικές χριστιανικές Εκκλησίες της Μέσης Ανατολής.
Οι πρώτοι Ρωμαιοκαθολικοί στην Κίνα ήταν Φραγκισκανοί μοναχοί που εμφανίστηκαν το 1294.
Το 1368 οι Φραγκισκανοί εκδιώχθηκαν από τη Δυναστεία των Μινγκ, που δεν ήθελε ξένες επιρροές στη χώρα.
Τον 16ο αιώνα εμφανίστηκαν στη χώρα οι Ιησουίτες. Ωστόσο, πάντα το κινεζικό κράτος αντιμετώπιζε εχθρικά όχι μόνο τον χριστιανισμό αλλά όλες τις ξενόφερτες θρησκείες, συμπεριλαμβανομένου και το Ισλάμ και λάμβανε δυναμικά μέτρα για να τις περιορίσει ή ακόμα και να τις εξαλείψει.
Όταν το 1949 ανέλαβε την εξουσία στη χώρα το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες ιεραπόστολοι εκδιώχθηκαν ως πράκτορες του δυτικού ιμπεριαλισμού. Η ίδια κατηγορία ακολούθησε και τα χριστιανικά τους δόγματα.
Το 1957 η κινεζική κυβέρνηση εγκαθίδρυσε τη λεγόμενη «Κινεζική Πατριωτική Καθολική Ένωση», δηλαδή μια Καθολική Εκκλησία ελεγχόμενη από τον κινεζικό κράτος, η οποία δεν αναγνώριζε την εξουσία του Πάπα της Ρώμης και εξέλεγε μόνη της τους επισκόπους της.
Από τον Σεπτέμβριο του 2018 και μετά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, το Βατικανό μπορεί πλέον να ασκεί βέτο στους επισκόπους που προτείνει η Κίνα.