Για πρώτη φορά εδώ και αιώνες οι επιστήμονες -μεταξύ των οποίων και Έλληνες- αποκάλυψαν την επιφάνεια όπου θεωρείται ότι τοποθετήθηκε το σώμα του Ιησού Χριστού, εντός του Ναού της Αναστάσεως (ή Ναού του Παναγίου Τάφου) στα Ιεροσόλυμα.
Ο Πανάγιος Τάφος, διαστάσεων 2,07 x 1,93 μ. είναι λαξευμένος σε βράχο, καλύπτεται με μάρμαρο και φωτίζεται με λυχνίες.
Οι συντηρητές που εργάζονται στην Εκκλησία του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ έχουν βρει πολύ υλικό κάτω από τη μαρμάρινη πλάκα η οποία τοποθετήθηκε το 1555 στην Εκκλησία του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ για να καλύψει και προστατέψει το πέτρινο νεκροκρέβατο του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το περιοδικό National Geographic.
«Η παρατεταμένη επιστημονική ανάλυση θα διεξαχθεί, αλλά τελικά βλέπουμε μια περιοχή του αρχικού βράχου, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, είχε τοποθετηθεί το σώμα του Χριστού», δήλωσε ο αρχαιολόγος Fredrik Hiebert.
Βρίσκεται στην Εκκλησία του Παναγίου Τάφου στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, ο τάφος έχει καλυφθεί από μαρμάρινη επένδυση, τουλάχιστον από το 1555 μ.Χ., και , ίσως, και αιώνες πριν.
«Το μαρμάρινο κάλυμμα του τάφου έχει τραβηχτεί προς τα πίσω, και εξεπλάγημεν από την ποσότητα του υλικού πλήρωσης που υπάρχει κάτω απ’ αυτό», δήλωσε ο Fredrik Hiebert.
Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση, το σώμα του Ιησού Χριστού τοποθετήθηκε σε ένα «νεκρικό κρεβάτι» λαξευμένο από την ασβεστολιθική πλευρά της σπηλιάς, μετά από τη σταύρωσή του από τους Ρωμαίους το 30 μ.Χ. ή, ενδεχομένως, 33 μ.Χ.
Η ταφική πλατφόρμα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο Κουβούκλιο, ένα μικρό μαρμάρινο εκκλησάκι.
Το παρόν Κουβούκλιο ξαναχτίστηκε μεταξύ 1809 και 1810.
Οι εργασίες αποκατάστασης εκτελούνται από μια ομάδα με επικεφαλής την Αντωνία Μοροπούλου, εμπειρογνώμονας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες η πρόσβαση στον τάφο θα τους επιτρέψει να εξηγήσουν γιατί η Ελένη, μητέρα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου αποφάσισε ότι εκεί ήταν το σημείο ταφής του Ιησού Χριστού, μετά την ανακάλυψή του στη διάρκεια ανασκαφών το 326 μ.Χ.
Ο Ναός της Αναστάσεως του Κυρίου ή Ναός του Παναγίου Τάφου είναι χριστιανικός ναός που βρίσκεται στη χριστιανική συνοικία της παλαιάς πόλης της Ιερουσαλήμ.
Ο ναός θεωρείται ότι βρίσκεται στη θέση του Γολγοθά, ο λόφος στον οποίο σταυρώθηκε και τάφηκε ο Ιησούς Χριστός.
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο τάφος του Χριστού βρισκόταν κοντά στο σημείο της σταύρωσης: “ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· 42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν ᾿Ιησοῦν.” Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον ιθ’ 41-42.
Ο ναός είναι ο ιερότερος τόπος στο Χριστιανισμό και αποτελεί σημαντικό τόπο προσκυνήματος από τον 4ο αιώνα και μετά ως ο τόπος της Ανάστασης του Χριστού.
Ο ναός σήμερα αποτελεί έδρα του Ελληνορθόδοξου (Ανατολικού Ρωμαϊκού) Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ενώ στον ναό έχουν “δικαιώματα” και άλλες χριστιανικές Εκκλησίες.
Κατασκευάστηκε αρχικά από την Αγία Ελένη την μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄ στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα.
Στον ναό που έχτισε η Αγία Ελένη συμπεριέλαβε τον Πανάγιο Τάφο μαζί με τον Γολγοθά και το Σπήλαιο.
Από τότε πέρασε μεγάλες περιπέτειες και καταστροφές ενώ στην σημερινή του μορφή κατασκευάστηκε το 1810.
Η Εκκλησία σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να περιλαμβάνει τις θέσεις τόσο της σταύρωσης όσο και του τάφου.
Ωστόσο, η άποψη αυτή παραμένει αμφιλεγόμενη για τους μελετητές, καθώς οι πόλεμοι, οι καταστροφές και η γενική αναστάτωση που επήλθαν τους επόμενους αιώνες είναι πιθανό να μην επέτρεπαν τη διάσωση των στοιχείων εκείνων, τα οποία καθιστούσαν δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό της θέσης του τάφου του Χριστού.
Οι περισσότεροι επιστήμονες δέχονται σήμερα ότι τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στην ανατολική και στη νότια πλευρά του Παναγίου Τάφου μαρτυρούν τη θέση του δεύτερου τείχους.
Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, τότε, την εποχή του Χριστού, ο χώρος του ναού της Αναστάσεως βρισκόταν ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης και, επομένως, είναι δυνατόν να ταυτίζεται με την πραγματική θέση της σταύρωσης και του ενταφιασμού του Θεανθρώπου.
Εξάλλου δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να συνηγορεί υπέρ κάποιας άλλης τοποθεσίας.
Η ιστορία του μνημείου
Ο Πανάγιος Τάφος βρίσκεται το κέντρο της Παλαιάς Ιερουσαλήμ.
Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο οικοδόμημα, η ποικιλία των αρχιτεκτονικών ρυθμών και οι αντιθέσεις του οποίου μαρτυρούν την τόσο μακραίωνη όσο και πολυτάραχη ιστορία του.
Ο πρώτος ναός που ανεγέρθηκε στον χώρο αυτό με τη φροντίδα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της μητέρας του Αγίας Ελένης, γι’ αυτό και είναι γνωστός στους αρχαιολόγους ως «Κωνσταντίνειος Βασιλική», εγκαινιάστηκε το 336.
Το 614 οι Πέρσες κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα και πυρπόλησαν τον ναό, ο οποίος αναστηλώθηκε το 626 με πρωτοβουλία του μετέπειτα πατριάρχη Ιεροσολύμων Μοδέστου (632-634).
Το 936 ο ναός πυρπολήθηκε εν μέρει από τους Σαρακηνούς.
Το 969 οι μουσουλμάνοι έκαψαν τον τρούλο του ναού και θανάτωσαν τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Δ’ σε αντίποινα της εκστρατείας του Νικηφόρου Φωκά.
Το 1009 πυρπολήθηκε και πάλι από φανατικούς μουσουλμάνους.
Την περίοδο 1024-1048 ο ναός ξανακτίστηκε χάρη στις φροντίδες των αυτοκρατόρων Ρωμανού Γ’, Μιχαήλ Δ’ Παφλαγόνα και Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου.
Στη συνέχεια, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα και προσέδωσαν στον ναό τη σημερινή περίπου μορφή του.
Το 1187 ο Σαλαντίν εξεδίωξε τους Σταυροφόρους από τα Ιεροσόλυμα και βεβήλωσε τον ναό, τον οποίο όμως παρέδωσε τελικά στους χριστιανούς μετά από παρέμβαση του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ισαακίου Β’ Αγγέλου.
Το 1229, με την ανακατάληψη των Ιεροσολύμων από τους Σταυροφόρους, ο ναός πέρασε στη δικαιοδοσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως το 1244, οπότε με την οριστική αποχώρηση των Σταυροφόρων, ο ναός περιήλθε και πάλι στους Ορθοδόξους, που εξακολούθησαν να έχουν την κυριότητά του και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο ναός υπέστη σοβαρές ζημιές από μία πυρκαγιά (1808) και δύο σεισμούς (1834, 1836).
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά την αποκατάσταση των ζημιών, ο ναός παρουσίαζε θλιβερή εικόνα στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ υπέστη και νέες φθορές από τον σεισμό του 1927.
Τελικά, μετά την συμφωνία που επήλθε μεταξύ των τριών κυριοτέρων δογμάτων, Ορθοδόξων, Ρωμαιοκαθολικών και Αρμενίων, το 1958 άρχισε μια συλλογική προσπάθεια αποκατάστασης και συντήρησης του ιερού αυτού μνημείου.