Το Ισλάμ είναι θρησκεία αυστηρώς μονοθεϊστική, η οποία έχει σχέση αλλά και μεγάλες διαφορές, ιδίως ερμηνείας, με τις θεμελιώδεις αρχές της βιβλικής παράδοσης, ιουδαϊκής και χριστιανικής, αλλά δεν είναι μυστηριακή θρησκεία και εκκλησιαστικός οργανισμός, όμοιος προς τον οργανισμό της εκκλησίας του Χριστού, η οποία δεν ταυτίζεται με την κοσμική εξουσία.
«Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου», είπε ο Κύριος (Ιω.18,36).
Το Ισλάμ δεν θεωρεί τον εαυτό του μόνον ως θρησκεία αλλά και ως κοινωνία του Θεού, η οποία συνενώνει θρησκευτική και πολιτική μαζί εξουσία. Γι’ αυτό στο Ισλάμ δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ θρησκείας και πολιτείας, θείου και ανθρωπίνου νόμου.
Η θρησκεία είναι η πολιτικώς οργανωμένη κοινότητα (Ούμμα) όλων των μουσουλμάνων.
Με την καθαρώς θεωρητική της μορφή, η προσευχόμενη κοινότητα αποτελεί συγχρόνως και το αγωνιζόμενο στράτευμα.
Γι’ αυτό ο μουσουλμανικός στρατός αποτελεί «τον στρατό του Αλλάχ» και το δημόσιο ταμείο «το ταμείο του Αλλάχ».
Με ανάλογο τρόπο, ο θρησκευτικός νόμος είναι συγχρόνως και νόμος της πολιτείας, όπως τα θρησκευτικά προβλήματα είναι συγχρόνως πολιτικά και τα πολιτικά θρησκευτικά.
Η φύση αυτή του Ισλάμ προέρχεται από τη διπλή ιδιότητα του ιδρυτού του.
Ο Μωάμεθ δεν παρουσιάστηκε ως μεσίτης και λυτρωτής, αλλά ως προφήτης του Θεού που προσκομίζει τον θείο Νόμο, δηλαδή το Κοράνιο, ως εντολή του Θεού απαράγραπτη και απαραβίαστη.
Ο Μωάμεθ επίσης δεν ήταν μόνον ο προφήτης του Θεού, αλλά και ο αρχηγός της κοινότητάς του.
Συνεπώς το Ισλάμ δεν είναι θρησκεία απολυτρωτική.
Και εφόσον δεν υπάρχει μεσίτης και λυτρωτής δεν υπάρχουν επίσης ιερατείο και μυστήρια σ’ αυτό, διά των οποίων θα έφερε εις πέρας το απολυτρωτικό έργο του μεσίτη.
Επομένως το Ισλάμ δεν γνωρίζει θεία ιερατική αρχή, ούτε για τη φύλαξη της αποκαλύψεως, ούτε για τη μετάδοση της χάριτος του Θεού διά μυστηρίων.
Υπάρχουν μόνο οι νομοδιδάσκαλοι ουλεμάδες (‘ulamâ’, γνώστες ή ειδήμονες του νόμου), οι οποίοι σπουδάζουν τον θείο νόμο και καταγίνονται με αυτόν, αλλά είναι λαϊκοί άνδρες, χωρίς ιδιαίτερο ιερατικό χάρισμα.
Ως ειδήμονες του ιερού νόμου, αναλαμβάνουν καθήκοντα υπηρεσίας στα τεμένη και τα ιεροδιδασκαλεία, αλλά ως αιρετά μέλη της κοινότητας.
Συν τω χρόνω όμως οι ουλεμάδες, ως ειδήμονες του νόμου και υπηρέτες των μουσουλμανικών τεμενών, απέκτησαν ορισμένα δικαιώματα μέσα στη μουσουλμανική κοινότητα.
Έτσι τύποις δημιουργήθηκε ένα είδος «ιερατείου» με μια συγκεκριμένη αιρετή ιεραρχία που συνιστούν ο χαλίφης, ο ιμάμης, ο μουεζίνης, ο χατίπης, ο μουφτής (ανώτερος νομοδιδάσκαλος) και ο καδής, ιεροδικαστής.
Όλοι όμως αυτοί είναι αιρετά μέλη της κοινότητας χωρίς ειδικό μυστήριο ιερωσύνης και χωρίς να τελούν μυστήρια.
Από αυτούς, ο χαλίφης δεν υπάρχει σήμερα.
Όταν υπήρχε χαλιφάτο, ο χαλίφης ήταν ο αρχηγός της θρησκευτικής και πολιτικής κοινότητας του Ισλάμ και ο προστάτης της πίστης και των πιστών (Αλ-αμίν αλ-μουμινίν), χωρίς όμως χαρισματικές ιδιότητες.
Επομένως ο θεσμός του χαλιφάτου είχε ανέκαθεν σημασία κρατικοθρησκευτικού δικαίου και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος «ισλαμικής παποσύνης».
Ο ιμάμης των σουννιτών είναι ο προϊστάμενος και οδηγός των πιστών στην προσευχή, και ιδιαίτερα την μεσημβρινή της Παρασκευής στο κεντρικό τέμενος της κοινότητας.
Επειδή η μόνη λατρεία του Θεού στο Ισλάμ είναι η προσευχή (σύντομη και στερεότυπη), για την εύρυθμη τάξη της ο ιμάμης πρέπει να γνωρίζει και να απαγγέλλει εκφώνως όλες τις ευχές, οι οποίες καλούν τους πιστούς να σταθούν όρθιοι, να σκύψουν, να γονυπετήσουν, να κάνουν πρηνείς μετάνοιες ακουμπώντας το μέτωπό τους στο έδαφος, και πάλι, ακολουθώντας τις συνθηματικά εκφωνούμενες ευχές, να εγερθούν σε στάση προσοχής και να ετοιμασθούν για νέες, όπως παραπάνω, μετάνοιες.
Παλαιότερα ο ιμάμης ήταν οδηγός των πιστών τόσο στις προσευχές όσο και στα πεδία των μαχών και ταυτιζόταν με τον χαλίφη.
Σήμερα παραμένει η ιδιότης του αυτή, αλλά θεωρητικά.
Ο μουεζίνης είναι εκείνος που ανέρχεται στον μιναρέ και καλεί τους πιστούς στην προσευχή, ενώ ο χατίπης είναι ο αναγνώστης και κήρυκας του Κορανίου.
Ο καδής είναι ο μουσουλμάνος ιεροδικαστής, ο οποίος δικάζει με βάση τους κανόνες της sharî‘a, της ισλαμικής νομοθεσίας.
Πολύ σεβασμό απολαμβάνει ο μουφτής. Είναι ο κατεξοχήν νομοδιδάσκαλος, ο οποίος έχει ως καθήκον όχι να ερμηνεύει τον ιερό νόμο ή να αναπτύσσει νέες διατάξεις, αλλά να ανατρέχει στις κωδικοποιημένες ήδη από τον 10ο αιώνα διατάξεις των σχολών του ισλαμικού νόμου και να βγάζει «γνωματεύσεις» (φετβά), με βάση τις οποίες θα κρίνει ο καδής την εκδικαζόμενη υπόθεση.
Ως ένα είδος θρησκευτικού νομάρχου σε πόλη μιας επαρχίας, ο μουφτής αποφαίνεται επίσης για περιπτώσεις οικογενειακού δικαίου, δηλ. γάμων, κληρονομιών και διαζυγίων.
Η κύρια διαφορά των σουννιτών από τους σιίτες είναι πολιτική, που επενδύθηκε και με θρησκευτική ορολογία.
Πρόκειται για τη μεγάλη διαμάχη περί ιμαμάτου και χαλιφάτου, για το ποιος δηλαδή θα έχει την εξουσία του Ισλάμ, ο ιμάμης των σιιτών ή ο χαλίφης του σουννιτών.
Το ζήτημα αυτό ανέκυψε μετά τον θάνατο του Μωάμεθ (632) και οξύνθηκε από το 656 και έπειτα, όταν την ηγεσία του χαλιφάτου ανέλαβε ο Άλη, πρώτος ξάδελφος και γαμπρός του Μωάμεθ στη θυγατέρα του Φατιμά.
Και ενώ ο χαλίφης (και διάδοχος του Μωάμεθ) δεν έχει χαρισματικές ιδιότητες αλλά είναι απλός ο κυβερνήτης του Ισλάμ και ο προστάτης της πίστης και των πιστών, ο Ιμάμης των σιιτών είναι όχι μόνον πολιτικός αλλά και χαρισματικός αρχηγός και στο πρόσωπό του συνδυάζει την θρησκευτική και κοσμική συγχρόνως εξουσία.
Θεωρείται εξαίρετη προσωπικότητα, η οποία είναι ικανή, χάρη στην θεία έμπνευση (ilhâm), να γνωρίζει την αληθινή έννοια της αποκάλυψης και να ερμηνεύει αλάνθαστα τον θείο νόμο.
Νωρίς όμως, ήδη μέσα στον δεύτερο μουσουλμανικό αιώνα, λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι σιίτες από την πλειοψηφούσα παράταξη των σουννιτών, ο τελευταίος ιμάμης εξαφανίστηκε και έπαψε η κληρονομική διαδοχή του ιμαμάτου.
Επειδή όμως χωρίς ιμάμη δεν μπορεί να υπάρξει σιιτική κοινότητα, οι σιίτες δέχθηκαν ότι ο ιμάμης δεν πέθανε, αλλά με το θέλημα του Θεού κρύφθηκε μυστηριωδώς και παραμένει έκτοτε κρυμμένος παρακολουθώντας και ενισχύοντας από τον κρυφό τόπο την πορεία της κοινότητάς του.
Έτσι στη σημερινή σιιτική κοινότητα την πολιτική και θρησκευτική εξουσία του ιμάμη ανέλαβαν ως εκπρόσωποί του (nâ‘ib al-imâm) ορισμένα πρόσωπα μουσουλμάνων νομοδιδασκάλων που ονομάζονται μουζταχίντ ή φακίχ, και φέρουν τον τιμητικό τίτλο του χουτζάτ αλ-Ισλάμ, «της θεολογικής αυθεντίας του Ισλάμ».
Ωστόσο αντίθετα προς τους ιμάμηδες αυτοί δεν έχουν την ικανότητα της έμπνευσης.
Συνεπώς οι μουζταχίντ ή φακίχ μπορούν να ερμηνεύσουν τις βασικές πηγές του ισλαμικού νόμου μόνο με λογικά και όχι χαρισματικά κριτήρια.
Σήμερα πάντως στον σιιτικό κόσμο παρατηρείται μια έντονη διεκδίκηση της θρησκευτικής και κοσμικής εξουσίας από τους ουλεμάδες ή μολλάδες (νομοδιδασκάλους), οι οποίοι τονίζουν την παρουσία του κεκρυμμένου ιμάμη στο πρόσωπό τους, και ηγούνται ενός μαχόμενου ισλαμισμού.
Οι σιίτες σήμερα είναι διαιρημένοι σε τρεις ομάδες.
Στους Δωδεκαδικούς, που δέχονται δώδεκα ιμάμηδες ως κανονικούς και αποτελούν την πλειοψηφία του ισλαμικού κόσμου, στους Ισμαηλίτες, μια μικρή μειοψηφία σήμερα ανά τον ισλαμικό κόσμο, που δέχονται επτά ιμάμηδες και πρεσβεύουν την θεία ενοίκηση στον ιμάμη, και στους Ζαϊντίτες, που βρίσκονται κυρίως στην Υεμένη και δέχονται πέντε ιμάμηδες ως κανονικούς.
Οι νομοδιδάσκαλοι λοιπόν δεν είναι μεσίτες, αλλά τηρητές και διδάσκαλοι του νόμου του Θεού.
Ο Θεός κατά το Ισλάμ, είναι απολύτως απρόσιτος και δεν νοείται προσέγγισή του διά ενδιαμέσων ανθρώπων.
Στέλνει τον νόμο του διαμέσου αγγέλου στον προφήτη και απαιτεί απόλυτη υποταγή από τους πιστούς του.
Υπό την έννοια αυτή, οι νομοδιδάσκαλοι αποτελούν ένα σώμα εξουσίας, θρησκευτικής και πολιτικής.
Δεν έχουν ιδιαίτερο ιερατικό χάρισμα, δεν τελούν μυστήρια για απολύτρωση και είναι αιρετά μέλη εκλεγόμενα για τα συγκεκριμένα καθήκοντα από την κοινότητα.
Σύμφωνα με αυτά γίνεται φανερό ότι το Ισλάμ ρίπτει το κέντρο του βάρους στα καθήκοντα των πιστών απέναντι στο θέλημα του Θεού, και όχι στη θεωρητική θεολογική γνώση.
Όχι η δογματική διδασκαλία, αλλά η υποταγή στον Θεό, τον Κύριο του σύμπαντος κόσμου, και η τήρηση των εντολών του συνιστούν την ουσία του Ισλάμ.
Όχι επίσης το μυστήριο, αλλά η έμπρακτη απόδειξη της αφοσίωσης στο νόμο του Θεού.
Γι’ αυτό πέντε βασικά και λιτά στη διατύπωσή τους καθήκοντα συνιστούν τους λεγόμενους «στύλους του Ισλάμ»: η ομολογία πίστεως, η προσευχή, η ελεημοσύνη, η νηστεία κατά τον μήνα του Ραμαντάν και το ιερό προσκύνημα στη Μέκκα κατά τον μήνα Δούλ Χιτζά.
Η προσευχή (σαλάτ), το δεύτερο καθήκον κάθε μουσουλμάνου, είναι η μόνη λατρεία του Θεού στο Ισλάμ.
Γίνεται πέντε φορές την ημέρα, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, κατά την δύση του ηλίου και αργά το βράδυ, με την επίκληση της παντοδυναμίας του Θεού και της δοξολογίας του ονόματός του, και με την παράκληση των προσευχομένων να τους οδηγήσει ο Θεός στον ορθό δρόμο.
Η προσευχή χωρίζεται σε δύο μέρη, στις καθημερινές προσευχές και στην προσευχή της Παρασκευής.
Οι καθημερινές προσευχές, που δεν διαρκούν περισσότερο από δέκα λεπτά, γίνονται ή στο γειτονικό τζαμί, όπου μπορεί να πάει ο πιστός, ή συνήθως στον χώρο όπου βρίσκεται, στο σπίτι, στη δουλειά του ή ακόμη και στο ύπαιθρο, αρκεί να έχει ένα ειδικό χαλί προσευχής ή ένα πανί ή ακόμη και ένα χαρτί, όπου θα γονατίσει, ώστε να απομονωθεί από το «ακάθαρτο» έδαφος.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την προσευχή είναι να την αναγγείλει ο μουεζίνης από τον μιναρέ και να προηγηθεί θρησκευτική πλύση των άνω και κάτω άκρων και του προσώπου.
Με την προσευχή ο πιστός κοινωνεί με τον Θεό αλλά και με τους λοιπούς αδελφούς, οι οποίοι προσεύχονται την ίδια στιγμή μαζί του.
Τον κατεξοχήν όμως κοινωνικό χαρακτήρα της προσευχής εκφράζει η κοινή προσευχή της Παρασκευής που γίνεται το μεσημέρι στο κεντρικό τέμενος της κοινότητας.
Της προσευχής προεξάρχει ο ιμάμης, το «πρότυπο» και ο «οδηγός» της.
Αν σε μια σύναξη απουσιάζει ο ιμάμης, το πλήθος επιλέγει ως ιμάμη ένα πρόσωπο από τη σύναξη, το οποίο γνωρίζει το βασικό τυπικό της προσευχής και είναι για την ώρα εκείνη ιμάμης.
Η προσευχή της Παρασκευής είναι πανομοιότυπη με αυτή των άλλων ημερών, επαυξημένη μόνο με ανάγνωση περικοπών του Κορανίου και κήρυγμα από τον χατίπη.
Η πρώτη φάση της προσευχής είναι η στιγμή κατά την οποία οι μουσουλμάνοι με το πρόσωπο στραμμένο προς την qibla, δηλαδή προς την Μέκκα, στέκονται όρθιοι και ο ιμάμης αρχίζει τις προσευχές απαγγέλλοντας τρεις φορές το «Αλλάχου Άκμπαρ» («ο Αλλάχ είναι μέγας και ισχυρός») και μια σειρά από άλλες προσευχές.
Ακολούθως διαβάζεται το πρώτο κεφάλαιο του Κορανίου η Φάτιχα και αμέσως μετά οι πιστοί αρχίζουν μια σειρά από γονυκλισίες, σύμφωνα με τις εκφωνήσεις του ιμάμη.
Αυτές είναι οι λεγόμενες rak‘a. Ακολουθεί η ανάγνωση του Κορανίου και το κήρυγμα, ορισμένες άλλες εκφωνήσεις και γονυκλισίες και η απόλυση.
Η όλη προσευχή της Παρασκευής δεν διαρκεί περισσότερο από μισή ώρα.
Άλλη σπουδαία λατρεία είναι το προσκύνημα χατζ, στους ιερούς τόπους της Μέκκας, καθώς και στον τάφο του προφήτη στη Μεδίνα, κατά τον σεληνιακό μήνα Δούλ Χιτζά.
Οι προσκυνητές ενδεδυμένοι λευκούς χιτώνες, περιέρχονται επτάκις γύρω από το ιερό της Κάαμπα και ασπάζονται τον ιερό μαύρο λίθο που υπάρχει στο κέντρο.
Το ιερό προσκύνημα είναι καθήκον του θρησκευτικού νόμου για κάθε μουσουλμάνο ανάλογα με τις δυνατότητές του.
Κατά την ισλαμική διδασκαλία το καθήκον αυτό ισχυροποιεί το αίσθημα των μουσουλμάνων ότι ανήκουν στην θρησκευτική κοινότητα (Ούμμα) της υποταγής στον Θεό.
Το προσκύνημα γίνεται για να τιμήσει ο μουσουλμάνος όχι μόνον τους τόπους, όπου έζησε ο προφήτης του Ισλάμ, αλλά και τους τόπους, όπου κατά την μουσουλμανική παράδοση ο Αβραάμ, «ο πρώτος μονοθεϊστής και πατέρας των προφητών», έχτισε μαζί με τον πρωτότοκο γιο του Ισμαήλ τον οίκο της Κάαμπα.
Διαρκεί δέκα ημέρες και οι μουσουλμάνοι, αφού επισκεφθούν τελετουργικώς όλα τα μέρη, από τα οποία κατά τους μουσουλμανικούς θρύλους είχε περάσει η Άγαρ και ο Ισμαήλ όταν αποπέμφθηκαν στην έρημο και βρήκαν καταφυγή στην περιοχή της Μέκκας, την τελευταία ημέρα τα εκατομμύρια των προσκυνητών πανηγυρίζουν στην κοιλάδα της Μίνα το μεγάλο πανηγύρι του ‘Id al-Adha (ή τουρκικά Κουρπάν Μπαϋράμ), που συνίσταται στη σφαγή αμνών εις ανάμνησιν της θυσίας του Αβραάμ.
Η γιορτή είναι πανισλαμική. Την ημέρα αυτή πανηγυρίζουν όλοι οι μουσουλμάνοι ανά τον κόσμο συμμετέχοντας συμβολικά στο μεγάλο προσκύνημα.
Το προσκύνημα δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους μουσουλμάνους να συναντηθούν σαν αδελφοί στους ιερούς τόπους του προφήτη τους και αποτελεί το μέσον για την διεθνή ενότητα της μουσουλμανικής κοινότητας.
Πλην του ενθουσιασμού και της πίστης ότι οι μετέχοντες παίρνουν την ευλογία του Θεού, το προσκύνημα δεν έχει κάποιον άλλο απολυτρωτικό χαρακτήρα.
Μια άλλη μεγάλη γιορτή είναι το ‘Id al-Fitr, που γίνεται στο τέλος του μηνός Ραμαντάν και αποτελεί την λήξη της μουσουλμανικής νηστείας.
Γιορτάζεται με λαμπρότητα για τρεις ημέρες.
Οι πανηγύρεις αυτές, πλην του ευρύτερου θρησκευτικού και κοινωνικού τους χαρακτήρα, δεν έχουν κάποιον άλλο σωτηριολογικό σκοπό.
Ο ρόλος του ιμάμη περιορίζεται κατά τις ημέρες αυτές στις στερεότυπες πεντάκις της ημέρας προσευχές.
Η παρουσία του επίσης σε τελετές του κύκλου της ζωής (γέννηση, γάμος, θάνατος) είναι προαιρετική και τυπική, χωρίς να φέρει κάποιον ιδιαίτερο ιερατικό χαρακτήρα.
Να σημειωθεί ακόμη ότι κατά την γέννηση τέκνου τον ρόλο του ιμάμη τον παίζει ο πατέρας, ο οποίος ψιθυρίζει στο δεξιό αυτί του νεογέννητου την «κλήση προς την προσευχή» (adhan) και στο αριστερό του την ομολογία της πίστεως (bismallah) και έτσι πιστεύεται ότι το κάνει μουσουλμάνο.
Μεγάλη γιορτή των σιιτών είναι η Ashura, κατά την οποία εορτάζεται ο μαρτυρικός θάνατος του Χουσεΐν, τρίτου ιμάμη των σιιτών, και γιου του Άλη, στα Κέρβελα του Ιράκ (681) από τους αντιπάλους του σουννίτες.
Την εορτή, που διαρκεί δέκα ημέρες, συνοδεύουν αναπαραστάσεις των αγώνων και του μαρτυρικού θανάτου του Χουσεΐν και συμβολική συμμετοχή του λαού με σφαγή αμνών στο πάθος του Χουσεΐν και της οικογένειάς του.
Από τον 13ο αιώνα οι μουσουλμάνοι γιορτάζουν και τα γενέθλια του Μωάμεθ με ορισμένους εγκωμιαστικούς ύμνους που ψάλλει ο μουεζίνης από τον μιναρέ.