Το μήνυμα ότι η πρόοδος των ελληνοαμερικανικών σχέσεων δεν πρέπει να επηρεαστεί από τη δυσλειτουργική σχέση που παρατηρείται μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Άγκυρας εκπέμπει ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC) Έντι Ζεμενίδης σε επιστολή που στάλθηκε στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν.
Η επιστολή στάλθηκε με αφορμή τη πολύμηνη καθυστέρηση που παρατηρείται στη διαδικασία πώλησης των μαχητικών F-35 στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η επιθυμία της αμερικανικής πλευράς ήταν να ανακοινώσει συγχρόνως την πώληση των ελληνικών F-35 και των τουρκικών F-16, ώστε να υπάρχει μια μίνιμουμ ισορροπία τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο.
Απογοήτευση
Ωστόσο, η συνεχιζόμενη καθυστέρηση που παρατηρείται στο θέμα της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ δεν επιτρέπει την έγκριση του αιτήματος για τα F-16 με αποτέλεσμα να υπάρχει καθυστέρηση και στο θέμα των F-35.
Από την πλευρά του, ο κ. Ζεμενίδης εκφράζει απογοήτευση για αυτή τη χρονοτριβή, αναδεικνύοντας παράλληλα τον κίνδυνο της δημιουργίας λανθασμένων εντυπώσεων στην ελληνική κοινή γνώμη.
Υπό αυτό το πρίσμα, καλεί την αμερικανική κυβέρνηση να οριστικοποιήσει αμέσως την πώληση των F-35 στην Ελλάδα.
Όπως σημειώνει στην επιστολή, «σε μια εποχή που οι συζητήσεις στην Ουάσιγκτον εγείρουν ερωτήματα στην Ευρώπη σχετικά με την ηγεσία των ΗΠΑ, πρέπει να αποφύγουμε να προκύψουν παρόμοιες αμφιβολίες στην ελληνική κοινή γνώμη.
»Πρέπει να κάνουμε κάθε βήμα για να βελτιώσουμε μια διμερή σχέση που χαρακτηρίζεται σταθερά ως “η καλύτερη ποτέ”.
»Είναι καιρός αυτή η σχέση να κάνει το επόμενο βήμα».
Συνεχίζοντας, ο κ. Ζεμενίδης υπενθυμίζει στον Αμερικανό ΥΠΕΞ ότι έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνο από τότε που το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενημέρωσε το Κογκρέσο για την πιθανή πώληση των F-35 στην Ελλάδα.
Σε αυτό το διάστημα που μεσολάβησε πραγματοποιήθηκε ο Τέταρτος Στρατηγικός Διάλογος ΗΠΑ-Ελλάδας, όπου εκδόθηκε κοινή ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν ότι «και τα δύο μέρη τόνισαν τις προσπάθειες στρατιωτικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας και προσβλέπουν στη συνέχιση της συνεργασίας για την προμήθεια αμυντικών ειδών όπως τα F-35».
Αντισυμμαχική η συμπεριφορά της ;Aγκυρας
Η τελική έγκριση που απαιτείται σε αυτό το πρώτο στάδιο από το Κογκρέσο δόθηκε τον Ιούνιο με τη συναίνεση του επικεφαλής της μειοψηφίας στην Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας Τζιμ Ρις.
Από εκεί και πέρα, αρκετές ελληνοαμερικανικές οργανώσεις είχαν την ευκαιρία να συναντηθούν με την ηγεσία του Γραφείου Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Υποθέσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όπου οι αξιωματούχοι τους ανάφεραν ότι η έγκριση της πώλησης των F-35 θα εγκρινόταν μέσα σε «λίγες εβδομάδες».
Στην επιστολή ο Έντι Ζεμενίδης επιχειρηματολογεί ότι η πρόοδος των ελληνοαμερικανικών σχέσεων δεν πρέπει να επηρεαστεί από τη δυσλειτουργική σχέση που υπάρχει μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Άγκυρας.
«Είμαστε απογοητευμένοι διότι η κυβέρνηση ΗΠΑ δείχνει να θεωρεί δεδομένη την αξιοπιστία και την αφοσίωση της Ελλάδας ως σύμμαχο.
»Δεν μπορεί η εμβάθυνση της σχέσης ΗΠΑ-Ελλάδας να παραμένει όμηρος της δυσλειτουργικής σχέσης με την Τουρκία», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά την απόκτηση των F-35, ο κ. Ζεμενίδης εκφράζει τη πεποίθηση ότι αυτή η εξέλιξη θα ενισχύσει τα συμφέροντα της δυτική συμμαχίας σε μια κρίσιμη γεωπολιτική συγκυρία.
Όπως εξηγεί, «η απόκτηση των F-35 από την Ελλάδα ενισχύει το ΝΑΤΟ, ενισχύοντας τις δυνατότητες ενός συμμάχου που έχει σταθεί αποφασιστικά ενάντια στην επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία.
»Επιπλέον, η γεωστρατηγική και διπλωματική σημασία της Ελλάδας για τη δυτική συμμαχία έχει γίνει ακόμη πιο κρίσιμη λόγω της σύγκρουσης στα νότια της Ελλάδας στη Γάζα».
Τέλος, υπογραμμίζει ότι το Κογκρέσο αντιστέκεται στην πώληση των F-16 στην Τουρκία λόγω της αντισυμμαχικής συμπεριφοράς που η Άγκυρα επιδεικνύει.
«Η αποτυχία της Τουρκίας να εξασφαλίσει την έγκριση του Κογκρέσου για την αγορά των F-16 είναι αποτέλεσμα της ακριβώς αντίθετης συμπεριφοράς (από την Ελλάδα).
»Η Άγκυρα συνεργάζεται όλο και περισσότερο και παρέχει πολιτική και οικονομική κάλυψη στη Μόσχα, συμβάλλει περισσότερο στη διαίρεση παρά στην ενότητα εντός του ΝΑΤΟ και έχει αναδειχθεί ως κορυφαίος χορηγός και απολογητής της Χαμάς».