Το ερώτημα αν η ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να υπάρξει πλέον εντός του ΣΥΡΙΖΑ όπως διαμορφώνεται σήμερα ήταν το κομβικό ζήτημα στην ομιλία του Ευκλείδη Τσακαλώτου.
Η απάντηση που ο ίδιος έδωσε στην κατάληξη της ομιλίας του κατέδειξε ότι παραμένει απαισιόδοξος όπως μερικές εβδομάδες πριν κατά την τοποθέτησή του στην Πολιτική Γραμματεία.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι στην ομιλία του ως υποψήφιος πρόεδρος στο Διαρκές Συνέδριο έκλεισε με την αναφορά πως «είτε χάσω είτε κερδίσω θέλω να φέρω πίσω την περηφάνεια στους αριστερούς για τις ιδέες τους».
Συνεχίζοντας σημείωσε πως είναι «εξαιρετικά δύσκολο να υπάρχει περηφάνεια σε αυτό το κόμμα», εννοώντας τον ΣΥΡΙΖΑ με πρόεδρο των εκλεγμένο από τα μέλη του κόμματος Στέφανο Κασσελάκη, προσβάλοντας επί της ουσίας τους δεκάδες χιλιάδες πολίτες που ψήφισαν τον νέο πρόεδρο.
Επανέλαβε ότι δεν «κανείς δεν υποστηρίζει ότι θέλουμε να είμαστε σε ένα κόμμα που έχει μόνο τις ιδέες τις δικές μας», καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ πορεύτηκε ως ένα πλουραλιστικό κόμμα.
Το ερώτημα, είπε, είναι «αν με αυτή τη ρευστοποίηση, με αυτόν τον αρχηγισμό και αυτό το τοξικό κλίμα μπορούμε να υπάρξουμε σε αυτό το κόμμα».
Σημείωσε πως «αυτό το τοξικό κλίμα, δεν το έχω ξανασυναντήσει» και πρόσθεσε πως αυτό δημιουργεί το ερώτημα αν έχει ουσία η πολιτική συζήτηση.
Αυτό που δεν έκανε ο κ. Τσακαλώτος είναι η αναγκαία αυτοκριτική για την πολιτικά απαράδεκτη δική του στάση που δυναμίτισε το κλίμα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ενδεχομένως οφείλεται στο γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ του γύρισαν την πλάτη και τον «μαύρισαν» στις εσωκομματικές εκλογές.
Επανέλαβε, όπως έχει πει και σε συνέντευξή του, πως στην Πολιτική γραμματεία κανένα από τα στελέχη της ηγετικής ομάδας ως εκ τούτου εκτίμησε πως δεν τους ενδιαφέρει η πολιτική συζήτηση, ούτε και το συνέδριο, «τους αφορά να έχουνε μηχανισμό, να έχουνε μια πλειοψηφία».
Εκτίμησε ακόμη πως «δε θα έχουμε σοβαρή συζήτηση για το γιατί χάσαμε το 2023, τι είναι το νέο και το παλιό, τι είναι πρόταγμα από εδώ και πέρα», στέλνοντας μήνυμα για ανταρσία στους «συντρόφους» της τάσης 6+6 ότι δεν έχει νόημα η περαιτέρω αναμονή ως το συνέδριο.
Επιχειρώντας μια αναδρομή στο πότε ξεκίνησαν τα προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ, στάθηκε στην κυβερνητική περίοδο, με αιχμές, που στόχευσαν και τον Αλέξη Τσίπρα, περί «σταδιακής μετάλλαξης» κατά την οποία «κυριάρχησαν δύο φαινόμενα, ο κυβερνητισμός και ο αρχηγισμός».
Κυβερνητισμός, είπε, είναι «να λες ό,τι νομίζεις ότι ο κόσμος θέλει να ακούσει για να φτάσεις πιο γρήγορα στην εξουσία κι επειδή ο κόσμος θέλει διαφορετικά πράγματα ο κυβερνητισμός είναι αδερφάκι του λαϊκισμού».
«Αυτές τις αντιφάσεις τις βάζεις κάτω από το χαλί» συνέχισε «και κάποια ηγετική ομάδα θα τις λύσει μετά τις εκλογές, μόνο που διαπιστώθηκε το 2023 ότι δεν κερδίζεις έτσι τις εκλογές, γιατί ο λαϊκισμός είναι αναξιόπιστος και ξέρουμε από το 2017 ότι είχαμε ένα τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας και παρά τις φωνές, δεν ακουστήκαμε, δεν κάναμε ένα σχέδιο για να το αντιμετωπίσουμε».
Συνέχισε λέγοντας πως κοντά στον κυβερνητισμό βρίσκεται και ο αρχηγισμός, όπου ο αρχηγός είναι αυτός που έχει τις ιδέες, μιλά με κόσμο έχει την ευχέρεια να αποφασίζει τις κινήσεις που πλήττουν τον «εχθρό».
Αναφέρθηκε περαιτέρω στην επιλογή της διεύρυνσης και τον τρόπο που υλοποιήθηκε λέγοντας που έγινε «χωρίς πολλές σκέψεις για το ποιοι θα έρθουν, πόσο μάλλον τι θα κάνουμε με αυτούς τους ανθρώπους όταν έρθουν».
Αναφέρθηκε και στην υποβάθμιση της λειτουργίας του κόμματος, με όργανα που δεν πολυσυνεδρίαζαν.
Όλα τα παραπάνω τα ανέφερε ως επακόλουθα του «Αρχηγισμού», σημειώνοντας μάλιστα ότι συνέβησαν πολύ πριν ληφθεί η απόφαση ότι «όποιος περάσει από το εκλογικό κέντρο και δώσει δύο ευρώ μπορεί να θεωρείται μέλος του κόμματος».