Τα ελληνικά νησιά που οι Τούρκοι διεκδικούν ισχυρίζονται ότι δεν αναγράφονται ονομαστικά στη Συνθήκη της Λωζάνης, άρα αφού δεν αναφέρονται με τα ονόματά τους παραμένουν υπό οθωμανική-τουρκική κυριαρχία.
Μόνο όμως που η Συνθήκη της Λωζάνης είναι σαφής και δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιους ισχυρισμούς ή «ερμηνείες»:
«Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούνται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν» (Άρθρο 12).
Δηλαδή, η Τουρκία κρατά μόνο Ίμβρο, Τένεδο, το νησιωτικό σύμπλεγμα των Λαγουσών (ή Μαυρυών) και όσα νησιά ή βραχονησίδες απέχουν μέχρι τρία μίλια απόσταση από τις ακτές της. Όλα τα άλλα τα έχει χάσει.
Σε ό,τι αφορά τα Δωδεκάνησα, που με τη Συνθήκη της Λωζάνης παραχωρήθηκαν στην Ιταλία και η Ιταλία μας τα παρέδωσε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Συνθήκη της Λωζάνης είναι επίσης σαφής:
«Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπάλαιας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου (όρα χάρτην υπ’ αρ. 2)» (Άρθρο 15).
Και γίνεται ξανά σαφής στο άρθρο 16:
«Η Τουρκία δήλοι ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθή αυτή δια της παρούσης Συνθήκης, της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων».
Σε απλή απόδοση: Η Τουρκία έχει παραιτηθεί από ό,τι απέχει πέρα από τρία μίλια από τις ακτές της. Και το σημειώνουμε αυτό διότι μεταξύ των νησιών που διεκδικεί είναι και η Γαύδος νοτιοδυτικά της Κρήτης.
Ο «Όρκος του Έθνους»
Στις 28 Ιανουαρίου 1920 το τελευταίο οθωμανικό κοινοβούλιο, της ηττημένης στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ψήφισε έξι αποφάσεις που όρισαν τις κόκκινες γραμμές των συνόρων του νέου τουρκικού έθνους-κράτους.
Το ψήφισμα αυτό, που ονομάστηκε «Όρκος του Έθνους» («Misak-ı Millî»), δημοσιεύτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1920 και όριζε ως τουρκικά εδάφη ολόκληρη τη Θράκη, δηλαδή, εκτός από την ανατολική, τη δυτική που σήμερα ανήκει στην Ελλάδα και τη βόρεια που ανήκει στη Βουλγαρία, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, την περιοχή της Αντιόχειας (σημερινό Χατάι της Τουρκίας), τα βόρεια εδάφη των σημερινών συριακών επαρχιών Χαλεπιού, Ράκκα και Χασάκα, δηλαδή το συριακό Κουρδιστάν, ολόκληρο το βόρειο Ιράκ, δηλαδή το ιρακινό Κουρδιστάν, τις επαρχίες της Μοσούλης και του Κιρκούκ, μέρος από την ιρανική επαρχία του Δυτικού Αζερμπαϊτζάν, τον σημερινό αζέρικο θύλακα του Νακχιβάν στα νότια της Αρμενίας και την Αζαρία (Κολχίδα) της σημερινής Γεωργίας.
Ο «Όρκος του Έθνους» προκάλεσε τότε την άμεση αντίδραση των δυτικών συμμάχων, οι οποίοι στις 16 Μαρτίου 1920 κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Αφοσιωμένοι στον «Όρκο του Έθνους» Οθωμανοί βουλευτές διέφυγαν στην Άγκυρα και εκεί ίδρυσαν τη «Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση», υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ, κηρύσσοντας τον λεγόμενο «Πόλεμο της Ανεξαρτησίας» που έληξε με τη δική μας Μικρασιατική Καταστροφή.
Το 1923 η τουρκική διπλωματία στη Λωζάνη διαπραγματεύτηκε έχοντας στον νου της τον χάρτη του «Όρκου του Έθνους». Τελικά συμβιβάστηκαν πρόσκαιρα με λιγότερα και υπέγραψαν τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Η «Λωζάνη» δεν τηρήθηκε
Η «ανακατάληψη» θαλασσών και εδαφών, που χάθηκαν για την Τουρκία το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάνης, δεν είναι μια πολιτική Ερντογάν.
Είναι όλων των τουρκικών κυβερνήσεων και αφορά την τήρηση του «Όρκου του Έθνους» («Mîsâk-ı Millî»), όπως ονομάστηκε η διακήρυξη έξι σημείων που ψήφισε το τελευταίο οθωμανικό κοινοβούλιο στις αρχές του 1920 και ζητούσε να συμπεριληφθούν στα εδάφη της μελλοντικής Τουρκικής Δημοκρατίας η Δυτική Θράκη, τα Δωδεκάνησα, η Κύπρος, η βόρεια Συρία και το βόρειο Ιράκ.
Στη Λωζάνη η τουρκική διπλωματία δεν κατάφερε να κρατήσει τα σύνορα εκεί που είχε «ορκιστεί», συμβιβάστηκε προσωρινά με λιγότερα και παραιτήθηκε από κάθε κυριαρχία πέρα των τριών μιλίων από τις ακτές της.
Ωστόσο, μόλις 16 χρόνια μετά, το 1939, προσάρτησε τη σημερινή επαρχία του Χατάι (Αλεξανδρέττα, Αντιόχεια) από τη Συρία, αφού προηγουμένως ένα χρόνο πριν είχε ανακηρυχθεί το ψευδοκράτος του Χατάι.
Το 1974 εισέβαλε παράνομα και κατέλαβε τη βόρεια Κύπρο, στην οποία επίσης ανακήρυξε ψευδοκράτος το 1983, στις αρχές του 1996 προκάλεσε το επεισόδιο στα Ίμια -με στόχο να «γκριζάρει» νησίδες των Δωδεκανήσων- στις 24 Αυγούστου 2016 ξεκίνησε την εισβολή της στη βόρεια Συρία, στα εδάφη της οποίας επίσης σχεδιάζει να ανακηρύξει ισλαμικό ψευδοκράτος, διατηρεί παράνομα στρατεύματα στο βόρειο Ιράκ με το πρόσχημα της καταπολέμησης της κουρδικής «τρομοκρατίας», ζητά επίμονα από τους Αμερικανούς να εισβάλει στη βόρεια Συρία και ανατολικά του Ευφράτη, για να καταπολεμήσει και εκεί την κουρδική «τρομοκρατία» και παράλληλα, με το καινοφανές δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» διεκδικεί όλη τη πλούσια σε υδρογονάνθρακες θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου, Κρήτης και Κύπρου -μην αναγνωρίζοντας επήρεια στο Καστελόριζο- αρπάζοντας ελληνική και κυπριακή ΑΟΖ.
Ο ίδιος ο Ερντογάν έχει γράψει και έχει δηλώσει ότι θα τηρήσει τον «Όρκο του Έθνους» και έχει τονίσει ότι «εννοεί την κάθε λέξη».
Τη Συνθήκη της Λωζάνης η Τουρκία δεν την τήρησε ποτέ.
Το 1941 και ενώ η Ελλάδα τελούσε υπό γερμανική κατοχή, όλοι οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ηλικίας από 25 έως 45 ετών στρατολογήθηκαν και στάλθηκαν σε τάγματα εργασίας (amele taburlarι) στα βάθη της χώρας.
Ακολούθησε ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης σε δύο φάσεις. Με τα Σεπτεμβριανά του 1955 και με τις απελάσεις των ετών 1964-65.
Την ίδια περίοδο, από το 1963, άρχισε να υποδαυλίζει τις ταραχές στην Κύπρο, που κατέληξαν στην παράνομη εισβολή και κατοχή του βόρειου νησιού το 1974.
Η Συνθήκη της Λωζάνης δεν τηρήθηκε ούτε στην αυτονομία που προβλεπόταν για τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, των οποίων ο ελληνικός πληθυσμός στη συντριπτική του πλειονότητα τα εγκατέλειψε τη δεκαετία του 1960.
Αφού «τακτοποίησε» αυτά τα ζητήματα, ο τουρκικός αναθεωρητισμός στράφηκε στο Αιγαίο, αρχικά επιχειρώντας το «γκριζάρισμα» νησιών και νησίδων, αρχής γενομένης από στα Ίμια (1996).