Με τον όρο επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου περιγράφονται τα γεγονότα του 1843, τα οποία κατέληξαν στην παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα και στη μετάβαση της Ελληνικής πολιτείας από την απόλυτη μοναρχία στη συνταγματική μοναρχία.
Οκτώ χρόνια μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο ήταν δραματική.
Μεγάλα προβλήματα, όπως η αγροτική γη, οι εθνικές γαίες, η εκπαίδευση κ.ά. συνέχισαν να ταλανίζουν τη χώρα, με αποτέλεσμα την δικαιολογημένη δυσφορία του λαού.
Η χώρα είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική θέση, στα πρόθυρα πτωχεύσεως, λόγω αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου 60 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων που είχε λάβει το 1833 με την εγγύηση των τριών προστάτιδων δυνάμεων.
Ο βασιλιάς Όθωνας είχε υποχρεωθεί σε σκληρή οικονομική πολιτική, με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και ευρείες περικοπές μισθών.
Επίσης, είχε μειώσει την ετήσια βασιλική χορηγία κατά 20% και είχε ανακαλέσει τους Έλληνες πρέσβεις στο εξωτερικό.
Στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, οι τιμές της γης και των ακινήτων είχαν φτάσει στα ύψη, ενώ κυριαρχούσε η τοκογλυφία.
Περαιτέρω, ο απολυταρχικός τρόπος άσκησης της εξουσίας του παλατιού πολλές φορές οδηγούσε σε μικροεξεγέρσεις, οι οποίες καταστέλλονταν αμέσως από τον κυβερνητικό στρατό.
Το παλάτι συγκέντρωνε το γενικό μίσος και αποτελούσε τον στόχο της πολιτικής και κοινωνικής πάλης.
Το 1840, ο Μακρυγιάννης ίδρυσε μια -κατά τον Όθωνα- παράνομη οργάνωση, με σκοπό την επιβολή συντάγματος.
Στην οργάνωση σύντομα μυήθηκαν οπλαρχηγοί και αγωνιστές του ’21, οι οποίοι είχαν παραγκωνισθεί από τους Βαυαρούς.
Τα μέλη της οργάνωσης δεσμεύονταν με όρκο στην πατρίδα και στην Ορθοδοξία.
Μερικοί από τους οπλαρχηγούς που μυήθηκαν ήταν οι Θεόδωρος Γρίβας, Μήτρος Δεληγιώργης, Κριεζιώτης κ.α.
Στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης έστρεψε την προσοχή του στους πολιτικούς και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, έτσι ώστε να μυήσει έμπιστα άτομα.
Προσέγγισε και μύησε τον αρχηγό του Ρωσικού κόμματος, τον Ανδρέα Μεταξά, σημαντική προσωπικότητα της εποχής, ενώ στη συνέχεια προσχώρησε στο κίνημα και ο αρχηγός του Αγγλικού κόμματος, Ανδρέας Λόντος.
Αυτοί οι δύο κατόρθωσαν να μυήσουν τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής όπως τους: Ρήγα Παλαμήδη, Κωνσταντίνο Κανάρη, Χρύσανθο Σισίνη, Κωνσταντίνο Ζωγράφο κ.α.
Για να επιτύχει όμως το κίνημα χρειαζόταν και η συνεργασία του στρατού.
Για τον λόγο αυτό μύησαν τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη.
Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους φρόντισαν να τον μεταθέσουν από το Άργος στην Αθήνα και να τον διορίσουν στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας.
Ο Καλλέργης κατάφερε να φέρει σε επαφή τους κινηματίες και με άλλους στρατιωτικούς, όπως τον Σπυρομήλιο και να τους πείσει να προσχωρήσουν στην οργάνωση.
Λίγο πριν το ξέσπασμα του κινήματος σχηματίστηκε τριμελής επιτροπή που σχηματίστηκε από τους Ανδρέα Μεταξά, Μακρυγιάννη και Δημήτριο Καλλέργη.
Ο καθένας αντιπροσώπευε έναν διαφορετικό κόσμο: ο Μεταξάς τον πολιτικό, ο Μακρυγιάννης τον λαϊκό και ο Καλλέργης τον στρατιωτικό.
Η αρχική ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος είχε ορισθεί να είναι η 25η Μαρτίου 1844, για να συμπίπτει με τον εορτασμό της επανάστασης.
Ο ενθουσιώδης όμως Μακρυγιάννης διέδωσε το μυστικό σε πολλούς, με αποτέλεσμα να επισπευσθεί η εκδήλωση του κινήματος.
Το κίνημα είχε αποφασισθεί να ξεσπάσει στους στρατώνες, έτσι ώστε να ακινητοποιηθούν άμεσα τα στελέχη του Οθωνικού καθεστώτος.
Έτσι, τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου πολλά σημαίνοντα στελέχη του κινήματος κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Μακρυγιάννη για να δώσουν το τελικό σύνθημα.
Η χωροφυλακή παρατήρησε τις ύποπτες κινήσεις γύρω από την οικία του και την περικύκλωσαν.
Ο Καλλέργης, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, κατέφθασε στους στρατώνες και ξεσήκωσε τους αξιωματικούς με το σύνθημα «Ζήτω το Σύνταγμα».
Αμέσως διέταξε έναν λόχο να διαλύσει την πολιορκία του οίκου του Μακρυγιάννη και άλλον ένα να ανοίξει τις φυλακές του Μεντρεσέ, ενώ αυτός παράλληλα κατευθυνόταν με 2.000 στρατιώτες στα ανάκτορα.
Επιπλέον είχε στείλει στρατιωτικά αποσπάσματα να καταλάβουν το νομισματοκοπείο, την Εθνική Τράπεζα, το Δημόσιο Ταμείο και τα διάφορα υπουργεία.
Η άφιξη του στρατού με ζητωκραυγές και συνθήματα συντέλεσε, ώστε να σπεύσουν προς τα ανάκτορα και οι κάτοικοι της Αθήνας και να ενωθούν με τον στρατό.
Ο Βασιλιάς έστειλε τον υπασπιστή του Γρίβα Γαρδικιώτη και τον υπουργό στρατιωτικών Αλεξάκη Βλαχόπουλο να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση και να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τους στρατιώτες.
Κατά διαταγή όμως του Καλλέργη συνελήφθησαν αμέσως.
Ο Όθωνας, φοβούμενος για τα χειρότερα, έστειλε τον Στάινστορφ, τον διαγγελέα του, στο Σχινά για να φέρει τα πυροβόλα.
Ο τελευταίος όμως προτίμησε να συνταχθεί με τους επαναστάτες.
Στις 3 τα ξημερώματα προσήλθαν και οι πολιτικοί αποστάτες και μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Α. Μεταξάς, ο Α. Λόντος, ο Κ. Ζωγράφος, ο Ρ. Τζουρτζ, κάλεσαν τους υπόλοιπους συμβούλους της επικρατείας σε συνεδρία για να επικυρώσουν τις επαναστατικές πράξεις.
Το συμβούλιο αναγνώρισε το κίνημα, καθόρισε τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και διόρισε επιτροπή υπό τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Λινιάνα, Γ. Ψύλλα, Ανδρέα Λόντο και Κ. Προβελέγγιο, η οποία θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στο Βασιλιά.
Το νέο υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν στελέχη και από τα τρία μεγάλα κόμματα, είχε ως εξής (Κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά 1843): Πρόεδρος και υπουργός εξωτερικών Ανδρέας Μεταξάς, υπουργός στρατιωτικών ο Ανδρέας Λόντος, υπουργός Ναυτικών ο Κωνσταντίνος Κανάρης, υπουργός Δικαιοσύνης ο Λέων Μελάς, υπουργός εκκλησιαστικών και παιδείας ο Μιχαήλ Σχινάς, υπουργός Οικονομικών ο Δρόσος Μανσόλας και υπουργός Εσωτερικών ο Ρήγας Παλαμήδης.
Ο λαός και ο στρατός διαλύθηκαν στις 3 το μεσημέρι, αφού πληροφορήθηκαν ότι όλα τα αιτήματα έγιναν αποδεκτά.
Τέλος, με βασιλικά διατάγματα η 3η Σεπτεμβρίου ανακηρυσσόταν σε μέρα εθνικής γιορτής, ενώ ο Δημήτριος Καλλέργης παρασημοφορούνταν, ως αρχηγός του επαναστατικού κινήματος.
Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο έγιναν οι εκλογές του 1843 και οι εκλεγμένοι πληρεξούσιοι συγκρότησαν την συνταγματική Εθνική Συνέλευση που είχαν απαιτήσει όσοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και συνέταξαν Σύνταγμα, το οποίο υπέγραψε ο Όθωνας. Από τότε η πλατεία των Ανακτόρων μετονομάστηκε σε Πλατεία Συντάγματος.
Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και η επιβολή Συντάγματος στην χώρα
Η δεκαετία του 1840 ξεκινούσε με δυσμενείς για την χώρα προοπτικές.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Νικόλαος Δραγούμης, υπήρχε εσωτερική καχεξία, εξωτερική δυσμένεια, επαναστατικός βρασμός και ένδεια χρημάτων.
Επιπλέον ο απολυταρχισμός του Βασιλιά Όθωνα προκαλούσε αρκετές αντιδράσεις.
Ο Βασιλιάς «την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενος» και για να ανταποκριθεί στις πιέσεις, διόρισε για πρώτη φορά την άνοιξη του 1841, Έλληνα ως επικεφαλής του υπουργικού Συμβουλίου, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο θιασώτη του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Εκείνος πρότεινε ορισμένες μεταρρυθμίσεις που όμως απορρίφθηκαν από τον Όθωνα, με αποτέλεσμα την παραίτηση του λίγους μήνες αργότερα.
Η αποπομπή επιτάχυνε τις εξελίξεις, αφού οι υποστηρικτές του Συντάγματος, αντιλήφθηκαν ότι δεν υπήρχε πλέον άλλος δρόμος από την δια της βίας επιβολή.
Έτσι από το 1842, ξεκίνησαν παρασκηνιακές κινήσεις για την δημιουργία κινήματος που θα επέβαλλε στον Βασιλιά τα διάφορα αιτήματα.
Τελικά οι πολιτικές προσωπικότητες που ξεχώρισαν ήταν δύο. Ο αγωνιστής του 1821 και διπλωμάτης Ανδρέας Μεταξάς και ο προερχόμενος από αρχοντική οικογένεια του Αιγίου, Ανδρέας Λόντος.
Η ηγεσία του στρατιωτικού σκέλους ανατέθηκε στον Κρητικό Συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη, αξιωματικό δυναμικό αλλά και παράτολμο.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο αγωνιστής του 1821, στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης.
Οι Αρχές είχαν τις πληροφορίες τους και είχαν πάρει ορισμένα μέτρα, με κυριότερο τον αποκλεισμό της οικίας του Μακρυγιάννη, που όμως αποδείχθηκαν ανεπαρκή.
Το κίνημα με επικεφαλής τον Καλλέργη εκδηλώθηκε στους στρατώνες της φρουράς των Αθηνών που τότε στρατοπέδευε στο Μοναστηράκι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.
Χωρίς την παραμικρή ενόχληση, ο Καλλέργης έφτασε και παρέταξε τους στρατιώτες στην πλατεία έμπροσθεν των Ανακτόρων (σημερινή Βουλή), η οποία μάλιστα εξ αφορμής του γεγονότος αυτού μετονομάστηκε σε Πλατεία Συντάγματος.
Την ίδια ώρα, πλήθος κόσμου με επικεφαλής τον Ιωάννη Μακρυγιάννη κατέφθασε μπροστά από τα ανάκτορα, αλαλάζοντας «Ζήτω το Σύνταγμα».
Ο Όθων εργαζόταν στο γραφείο του, όταν ένας αξιωματικός των κινηματιών εισήλθε στα ανάκτορα ανακοινώνοντας του τα καθέκαστα.
Απέστειλε στους κινηματίες τον υπασπιστή του, για να πληροφορηθεί και επίσημα τα αιτήματα τους, όμως συνελήφθη από τον Καλλέργη που με τον τρόπο αυτό καθιστούσε σαφές ότι επιθυμούσε να συνομιλήσει μόνο με τον Βασιλιά.
Τότε ο Όθων φορώντας την ελληνική εθνική ενδυμασία, αποφάσισε να βγει σε ένα παράθυρο του ισογείου και να συνομιλήσει με τον αρχηγό των επαναστατών.
Η στιγμή είναι εντυπωσιακή και έχει αποτυπωθεί από πολλές λιθογραφίες της εποχής.
Τον διάλογο άνοιξε ο Όθων ρωτώντας τον Καλλέργη τι θέλει.
Ο Καλλέργης με όλους τους τύπους ανέφερε ότι λαός και στρατός απαιτούν την ύπαρξη Συντάγματος.
Ο Βασιλιάς χωρίς να αρνηθεί ζήτησε τη διάλυση των συγκεντρωθέντων, υποσχόμενος ότι θα εξετάσει το αίτημα τους.
Ο Καλλέργης που είχε πληροφορηθεί και τις προσπάθειες του Βασιλιά να έρθει σε επικοινωνία με τους Πρεσβευτές των τριών εγγυητριών δυνάμεων, απάντησε ότι δεν πρόκειται να φύγει αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημα τους.
Ο Όθων προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, όμως τότε κατέφτασε στα ανάκτορα επιτροπή του Συμβουλίου Επικρατείας, που παρέδωσε στον Βασιλιά επιστολή με την οποία του ζητούσαν να παραχωρήσει άμεσα Σύνταγμα.
Ο Όθων βλέποντας ότι είναι παντελώς απομονωμένος και με την προτροπή της γυναίκας του Αμαλίας, υποχώρησε τελικά υπογράφοντας το διάταγμα με το οποίο πληροφορούσε τον λαό:
«Τη προτάσει του Συμβουλίου Επικρατείας θέλει συγκαλεσθεί εντός το πολύ τριάκοντα ημερών Εθνική Συνέλευσις δια να συντάξωμεν μετ’ αυτής το Σύνταγμα του Κράτους».
Με άλλο διάταγμα του ο Βασιλιάς διόρισε ως Πρωθυπουργό και υπουργό εξωτερικών τον Ανδρέα Μεταξά, ως υπεύθυνο επί των Στρατιωτικών τον Ανδρέα Λόντο και επί των Ναυτικών τον θρυλικό μπουρλοτιέρη Κωνσταντίνο Κανάρη.
Έχοντας επιτύχει τους στόχους του το συγκεντρωμένο πλήθος διαλύθηκε και ο στρατός επέστρεψε στις βάσεις του. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1843 διεξήχθησαν οι πρώτες εκλογές.
Η Βουλή που προέκυψε, συνήλθε στις 8 Νοεμβρίου με πρόεδρο τον Πανούτσο Νοταρά αποφασίζοντας να λάβει το όνομα «Η της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις».
Κύριο έργο της Βουλής όπως αναμενόταν ήταν η σύνταξη του Συντάγματος, το οποίο ψηψίσθηκε τελικά στις 18 Μαρτίου του 1844, αποτελώντας τη βάση και για όλα τα επόμενα.