Σχεδόν τρία χρόνια μετά την υπογραφή και δύο χρόνια μετά επικύρωσή της, η Συμφωνία των Πρεσπών συνεχίζει να συζητείται στη Βόρεια Μακεδονία, αναμεταδίδει το Βαλκανικό Περισκόπιο.
Στα μέσα Μαρτίου εκπρόσωποι της Κυβέρνησης, του Κοινοβουλίου, εμπειρογνώμονες στις σχέσεις Βόρειας Μακεδονίας-Ελλάδας, καθώς και αμφισβητίες της Συμφωνίας των Πρεσπών και του διατάγματος με το οποίο τέθηκε σε ισχύ θα βρεθούν αντιμέτωποι στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Ο τότε πρόεδρος Γκιόργκι Ιβάνοφ αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα του νόμου, οπότε το διάταγμα υπογράφηκε από τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου Ταλάτ Τζαφέρι.
Αυτό είναι ένα από τα κύρια επιχειρήματα της προσφυγής ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η κυβέρνηση έχει αντίθετη άποψη: ότι η συνταγματική παραβίαση διαπράχθηκε από τον πρώην Πρόεδρο Ιβάνοφ, ο οποίος σύμφωνα με το Σύνταγμα υποχρεούται να υπογράψει, επειδή η πλειοψηφία των βουλευτών ψήφισε δύο φορές υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Τους επόμενους μήνες, αναμένεται συζήτηση στην Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών της Βόρειας Μακεδονίας.
Θα ξεκινήσει από τον Πρόεδρο της Ακαδημίας, Λιούπτσο Κοσάρεφ, ο οποίος είναι πεπεισμένος ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι πηγή περιφερειακής αστάθειας.
Στην ίδια προπαρασκευαστική συνεδρία, θα υπάρξει συζήτηση για τον Νόμο για τις Γλώσσες (σ.σ. αναγνώριση της αλβανικής γλώσσας ως επίσημης).
Και αυτός ο νόμος δεν υπεγράφη από τον Ιβάνοφ.
Προσβλήθηκε στο δικαστήριο από συνολικά 13 πρωτοβουλίες από το VMRO-DPMNE, την Αριστερά, το Παγκόσμιο Συνέδριο της «Μακεδονίας», την καθηγήτρια Τάνια Καρακαμίσεβα και άλλους.
Οι προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις πραγματοποιούνται σε περιπτώσεις όπου οι συνταγματικοί δικαστές χρειάζονται ευρύτερες διαβουλεύσεις για να διαμορφώσουν τη γνώμη τους.
Σε μια ειδική σύνοδο, θα αποφασίσουν εάν θα κινήσουν μια διαδικασία ή εάν οι εγκριθέντες νόμοι είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα.