Μεγάλη ενόχληση έχει προκαλέσει η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις τουρκικές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου [διαβάστε ΕΔΩ]. Η αξιωματική αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα, με ανακοίνωσή της, ενώ, σύμφωνα με πηγές της, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει υποπέσει στα ακόλουθα αμαρτήματα:
1. Δηλώνει σαφώς ότι η διαφορά χωρικών υδάτων (6 ν.μ.) με εναέριο χώρο (10 ν.μ.) δεν συνάδει με το διεθνές δίκαιο άρα δεν καταγράφει τις παραβιάσεις μεταξύ 6-10 ν.μ., αναφέροντας ότι, «σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ο εναέριος χώρος μιας χώρας συμπίπτει με τα χωρικά ύδατα. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν έως και 6 ναυτικά μίλια εναέριου χώρου της Ελλάδας, σύμφωνα με τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας».
2. Δεν καταγράφει όμως ούτε καν υπερπτήσεις νησιών και παραβιάσεις κάτω από 6 ν.μ. διότι «η Ελλάδα και οι γείτονές της δεν συμφώνησαν για οριοθέτηση συνόρων στις περιοχές όπου επικαλύπτονται τα νόμιμα θαλάσσια δικαιώματά τους».
Η Τουρκία, όμως, σύμφωνα με ειδήμονες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν πραγματοποιεί παραβιάσεις επειδή η Ελλάδα διεκδικεί χωρικά ύδατα πέραν της μέσης γραμμής όπου υπάρχουν αντικείμενες ακτές σε απόσταση κάτω των 24 ν.μ. ή 12 ν.μ.
Το πρόβλημα δεν είναι ο σεβασμός της μέσης γραμμής σε μικρές αποστάσεις (όπου μπορεί να υπάρξει «οριοθέτηση θαλασσίων συνόρων» και «υπερκάλυψη νόμιμων θαλασσίων δικαιωμάτων».
Η Έκθεση, συνεχίζουν οι ίδιοι κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, συσκοτίζει το γεγονός ότι η Τουρκία πραγματοποιεί συστηματικά παραβιάσεις κάτω των 6 ν.μ. είτε σε κάποια νησιά που δεν αναγνωρίζει ως ελληνικά («θεωρία γκρίζων ζωνών», π.χ. Αγαθονήσι) είτε σε κάποια νησιά που αναγνωρίζει ως ελληνικά αλλά θεωρεί ότι θα έπρεπε να είναι αποστρατιωτικοποιημένα (π.χ. Ρόδος).
Και σε αυτές τις δύο κατηγορίες παραβιάσεων δεν παίρνει θέση. Δεν τις καταγράφει και δεν τις καταδικάζει, επισημαίνουν και τονίζουν ότι, «στο πλαίσιο αυτό για πρώτη φορά οι ΗΠΑ τάσσονται με τόσο ξεκάθαρο τρόπο υπέρ των τουρκικών θέσεων».
Στη συνέχεια υπήρξε αντίδραση και από ελληνικές διπλωματικές πηγές, οι οποίες, αναφορικά με την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, η οποία διαβιβάστηκε στο Αμερικανικό Κογκρέσο, στο πλαίσιο των διατάξεων του νόμου «Eastern Mediterranean Security and Energy Partnership Act» και που σημειωτέον απεστάλη στο Κογκρέσο πριν από περίπου 8 μήνες (στις 18 Μαρτίου 2020), επισημαίνεται ότι τα όρια των Ελληνικών χωρικών υδάτων, όπως και τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι ξεκάθαρα καθορισμένα εδώ και χρόνια στη βάση του συμβατικού και του εθιμικού διεθνούς δικαίου και δεν τυγχάνουν ουδεμίας αμφισβήτησης.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά το Νοτιο-Ανατολικό Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, τα θαλάσσια σύνορα έχουν καθορισθεί από τη συμφωνία Ιταλίας-Τουρκίας που υπογράφηκε στην Άγκυρα στις 4 Ιανουαρίου 1932, καθώς και το πρακτικό που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω συμφωνίας και υπεγράφη στην Άγκυρα στις 28 Δεκεμβρίου 1932.
Η Ελλάδα, ως διάδοχο κράτος, βάσει της συνθήκης των Παρισίων του 1947, απέκτησε την κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων χωρίς καμία αλλαγή στα θαλάσσια σύνορα, όπως αυτά είχαν συμφωνηθεί μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας.
Αναφορικά με τα θαλάσσια σύνορα στη Θράκη (μέχρι το σημείο σε απόσταση τριών ναυτικών μιλίων από το Δέλτα του Έβρου), αυτά ορίσθηκαν από τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και το Πρωτόκολλο των Αθηνών του 1926.
Τέλος, αναφορικά με τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των ανωτέρω δύο περιοχών (από Θράκη έως Δωδεκάνησα), όπου τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας και της Τουρκίας τέμνονται, τα θαλάσσια σύνορα ακολουθούν τη μέση γραμμή μεταξύ των ελληνικών νήσων και νησίδων και των απέναντι τουρκικών ακτών.
Τα εξωτερικά σύνορα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών της υδάτων, τα οποία έχουν αποτυπωθεί επανειλημμένως, αποτελούν ταυτόχρονα και εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταλήγουν οι ελληνικές διπλωματικές πηγές.